Τα ολοστρόγγυλα φεγγάρια, σα μεγάλες σχεδίες που μοιάζουν του ουρανού, γι’ αστέρια λυπημένα κι έρημα και για άλλα που χτύπησε το κορμί τους η ουρά κάποιου κομήτη, μου φέρνουν στη θύμηση τα παιδικά μου παραμύθια.
Ήταν κάτι λεπτά, πιασμένα στη ράχη με συραπτικό βιβλία, άλλα για τα ζώα της θάλασσας μιλούσαν άλλα για του αγρού.
Καμιά φορά στις επισκέψεις μου σε παλαιοβιβλιοπωλεία ή και σε άλλα που δεν υπερβαίνουν τα δέκα με δώδεκα τετραγωνικά, όλα στην πόλη της Θεσσαλονίκης, τυχαίνει και διακρίνω κάποιο ξεχασμένο.
Παλαιότερα περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια μου θαρρείς βροχής σταγόνες που δε μπορείς να διακρίνεις τη μία από την άλλη.
Αγκιστρώνεται τώρα το βλέμμα, απλώνεται το χέρι μηχανικά και μ’ έναν τρόπο που περισσότερο ιεροτελεστία θυμίζει, ξεκινάει το άνοιγμα πρώτα, το φυλλομέτρημα έπειτα, η παρατήρηση των εικόνων και το διάβασμα.
Πότε πότε τα δύο τελευταία γίνονται σε χρόνο κοινό.
Πήρα να αγοράζω και πάλι τα παλιά μου παραμύθια.
Εχουν μια τεράστια εικόνα στο εσωτερικό τους κι ένα τετράστιχο από κάτω, κι αλήθεια δεν είχα φανταστεί ποτέ πόσο πίσω μπορούσαν τούτες οι λίγες σειρές να με γυρίσουν.

«Το χταπόδι έχει πλοκάμια
που κολλάνε σα βεντούζα,
και ψητό μας το σερβίρουν
όταν πίνουμε τα ούζα.»
Είναι κάποιες στιγμές, που στο παράλογο της δουλειάς μου, αφήνουν μια γαλήνη, έστω περαστική, στιγμιαία, κι αφαιρεί λίγο λίγο το πέπλο το μαύρο από τα μάτια.