Είναι κάποια βράδια που ξημερώνουν τόσο μα τόσο αργά.
Μα τι λέω, σίγουρα οι περισσότεροι αν όχι όλοι το έχετε κάποτε νιώσει.
Δύο άστρα στην άκρη του ουρανού καταπίνουν βιαστικά τα κλεμμένα γλυκά από την βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου.
Κολλάνε τα δάχτυλα τους, κι έτσι καθώς προσπαθούν να ταιριάξουν τα σώματα τους επάνω σ’ ένα σύννεφο πέφτει πότε σαντιγί πότε σιρόπι και πότε ψίχουλα κάτω στη γη…
Ένα μικρό ξωτικό που καθυστέρησε, κάνει αθόρυβα να μπει στο σπίτι μα πατώντας τα ψίχουλα ξυπνάει την πλάση που είχε τρυφερά από ώρα κλείσει τα μάτια της.
Ανεβαίνουν ψηλά οι πυγολαμπίδες και φωτίζουν ακόμα και τις πιο μυστικές διαδρομές.
Ακόμα και τις πιο κρυφές σκέψεις.
Ακόμα και τα δάκρυα στις άκρες των ματιών.
Ποια σκέψη παράξενη οδηγεί τα δάκρυα στις άκρες των ματιών;
Ποια εικόνα πλησιάζει να τ’ αρπάξει από το χέρι και να χαθούνε τρέχοντας μέσα στους δρόμους που σκοτεινιάζουν ολοένα τούτη την πόλη, σα φανοκόροι που ένα ένα σβήνουν τα φανάρια του κόσμου;
Κάθεσαι σ’ ένα παγκάκι με μια σκέψη παράφορη να σε τρικυμίζει.
Κάποιος φεύγει ή ήδη έχει φύγει;
Κάποιος μιλάει ακόμα με βελούδινη φωνή μιλώντας πότε με παραβολές και πότε με τα πιο όμορφα παραμύθια.
Πιο παραμύθι άραγε απόψε θα μας πει;
Ήταν κάποτε ένα βασιλιάς.
Καθώς η νύχτα ανέβαινε ψηλά στον ουρανό κι ο ουρανός έπαιρνε το χρώμα της σιγά σιγά, ξεκινώντας από ένα απαλό μαβί και φθάνοντας ως το παχύ του μαύρου χρώμα, έβγαινε ο βασιλιάς στο τεράστιο μπαλκόνι του πύργου του και κοίταζε τα φώτα του απέραντου βασιλείου του.
Ένιωθε μόνος ο βασιλιάς.
Ένα βράδυ λοιπόν, έτσι καθώς κοίταζε τα αναμμένα φώτα του βασιλείου του, έβαλε τα χέρια στο στόμα, φτιάχνοντας έτσι ένα χωνί.
«Όποιος επιθυμεί να γίνει φίλος με τον βασιλιά να έρθει στο παλάτι».
Φώναξε δυνατά, κι επανέλαβε τον λόγο άλλες δύο φορές.
Έφεραν τα βήματα τους στο παλάτι λογής λογής άνθρωποι.
Ένιωσε χαρούμενος ο βασιλιάς.
Έβαλε να σφάξουν ζωντανά, ανοίχτηκαν και βαρέλια με κρασί και στήθηκε γλέντι μεγάλο.
Δέκα μέρες και δέκα νύχτες δε δούλεψε κανείς στο απέραντο βασίλειο.
Μόνο οι υπηρέτες του παλατιού, πήγαιναν από την μια αίθουσα στην άλλη κουβαλώντας άλλοτε φρούτα, άλλοτε κρασιά κι άλλοτε πάλι φαγητά.
Από τότε κόσμος πολύς έμπαινε στο παλάτι και χαιρετούσε τον βασιλιά.
Καιρό μετά, βγήκε πάλι ο βασιλιάς στο μπαλκόνι του να δει το ηλιοβασίλεμα.
Ένα υπέροχο μαβί απλώθηκε στον ουρανό, τόσο όμορφο ήταν που όμοιο του ο βασιλιάς ποτέ του δεν είχε ξαναδεί.
Τέτοιο χρώμα και τόση απαλότητα μήτε τα βελούδα από τις τέσσερις άκρες του κόσμου που είχε φερμένα δεν είχαν.
Λίγο πριν χαθεί για πάντα τούτο το υπέροχο μαβί κι ουρανός ντυθεί το παχύ μαύρο της νύχτας, χαμογελώντας έκλεισε τα μάτια να φυλάξει στα στήθη του το χρώμα τούτο.
Έτσι που είχε κλειστά τα μάτια, άκουσε μια φωνή να του τραγουδά.
«Για πες μου τώρα βασιλιά
που ‘χεις τσουβάλια τα λεφτά
για πες μου πόσοι φέρανε
δώρα για εσένα ακριβά»;
Άνοιξε τρομαγμένος ο βασιλιάς τα μάτια να δει το πρόσωπο εκείνου που τόλμησε να του μιλήσει με τόση αυθάδεια.
Ανοίγει λοιπόν τα μάτια κι αντικρίζει ένα τόσο δα μικρό πουλί με χρώματα φτωχά.
«Και ποιος σου είπε πως θέλησα εγώ να μου φέρουν δώρα και μάλιστα ακριβά;» είπε ο βασιλιάς στο πουλί.
«Δώρα είναι ακριβά
της ψυχής κοσμήματα
νύχτα και μέρα τα φορά
κι από καρδιάς δωρήματα»
Τραγούδησε ξανά το πουλί και πέταξε απ’ το μαρμάρινο κάγκελο στον θρόνο του βασιλιά.
«Τι θέλεις να πεις πουλί;» ρώτησε πάλι ο βασιλιάς.
«Μα βασιλιά μου» είπε μιλώντας το πουλί «τόσον καιρό τώρα τρώνε και πίνουν στην αυλή σου άνθρωποι πολλοί, στήνουνε γλέντια κι έπειτα καβγάδες κι απ’ τους καβγάδες μετά, φιλιωμένοι εκείνοι που πριν καυγάδιζαν φεύγουν απ’ το παλάτι σου γελώντας.
Για πες μου τώρα βασιλιά, που ‘χεις βασίλειο απέραντο και τρυφερή καρδιά, πόσοι από δαύτους ήρθανε μια λέξη να σου πουν πέρα απ’ το «στην υγειά σου βασιλιά» κι «ευχαριστούμε βασιλιά»;
Πόσες από τότε νύχτες απέμεινες σιωπηλός κοιτάζοντας τον ίδιο πάντα σκοτεινό ουρανό;» και τα λόγια του τελειώνοντας το πουλί χτύπησε δυνατά τα φτερά του και χάθηκε μέσα στη νύχτα.
Έπεσε προβληματισμένος να κοιμηθεί ο βασιλιάς.
Δεν τα κατάφερε.
Έφερναν βόλτα τα λόγια εκείνου του μικρού, φτωχού από χρώμα πουλιού.
Ξύπνησε λοιπόν το πρωί, έδωσε εντολή να πάψουν τα γλέντια, να πάψουν τα βαρέλια με το κρασί ν’ ανοίγουν.
Έπεσε σε μελαγχολία βαθιά ο βασιλιάς.
Εν’ απόγευμα, καθώς λυπημένος κάθουνταν στο μπαλκόνι του και κοίταζε το ηλιοβασίλεμα άκουσε πάλι την φωνή του πουλιού.
«Ησυχία επικρατεί στο βασίλειο σου βασιλιά, μονάχα τα ποτάμια ακούωνται π’ αφήνουν τα νερά τους και κυλούν, ο άνεμος μέσα απ’ τα κλαδιά των δέντρων καθώς περνάει» είπε το πουλί και πριν προλάβει τον λόγο του να συνεχίσει μίλησε ο βασιλιάς.
«Είχες δίκιο πουλί, κανείς δεν ήρθε μια κουβέντα να μου πει, μα μήτε και δώρο μου έφερε κανείς να τον θυμούμαι. Μονάχα εσύ ήρθες με εκείνα τα χρώματα τ’ ουρανού και φύλαξα τα χρώματα μαζί με την φωνή σου.»
Είπανε κάποτε για κάποιον βασιλιά – κανείς δεν έμαθε ποτέ το όνομά του – που πέρασε τη ζωή του μιλώντας μ’ ένα πουλί.
Είδανε ηλιοβασιλέματα τόσα όσα όλοι οι υπήκοοι του βασιλείου μαζί.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι είπαν από τότε.
Θυμούνται μονάχα πως έφυγαν την ώρα του ηλιοβασιλέματος, ήταν ο ένας πλάι στον άλλον σα δύο φίλοι καρδιακοί, κι ο ουρανός είχε ένα απαλό, βελούδινο μαβί.
Μα τι λέω, σίγουρα οι περισσότεροι αν όχι όλοι το έχετε κάποτε νιώσει.
Δύο άστρα στην άκρη του ουρανού καταπίνουν βιαστικά τα κλεμμένα γλυκά από την βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου.
Κολλάνε τα δάχτυλα τους, κι έτσι καθώς προσπαθούν να ταιριάξουν τα σώματα τους επάνω σ’ ένα σύννεφο πέφτει πότε σαντιγί πότε σιρόπι και πότε ψίχουλα κάτω στη γη…
Ένα μικρό ξωτικό που καθυστέρησε, κάνει αθόρυβα να μπει στο σπίτι μα πατώντας τα ψίχουλα ξυπνάει την πλάση που είχε τρυφερά από ώρα κλείσει τα μάτια της.
Ανεβαίνουν ψηλά οι πυγολαμπίδες και φωτίζουν ακόμα και τις πιο μυστικές διαδρομές.
Ακόμα και τις πιο κρυφές σκέψεις.
Ακόμα και τα δάκρυα στις άκρες των ματιών.
Ποια σκέψη παράξενη οδηγεί τα δάκρυα στις άκρες των ματιών;
Ποια εικόνα πλησιάζει να τ’ αρπάξει από το χέρι και να χαθούνε τρέχοντας μέσα στους δρόμους που σκοτεινιάζουν ολοένα τούτη την πόλη, σα φανοκόροι που ένα ένα σβήνουν τα φανάρια του κόσμου;
Κάθεσαι σ’ ένα παγκάκι με μια σκέψη παράφορη να σε τρικυμίζει.
Κάποιος φεύγει ή ήδη έχει φύγει;
Κάποιος μιλάει ακόμα με βελούδινη φωνή μιλώντας πότε με παραβολές και πότε με τα πιο όμορφα παραμύθια.
Πιο παραμύθι άραγε απόψε θα μας πει;
Ήταν κάποτε ένα βασιλιάς.
Καθώς η νύχτα ανέβαινε ψηλά στον ουρανό κι ο ουρανός έπαιρνε το χρώμα της σιγά σιγά, ξεκινώντας από ένα απαλό μαβί και φθάνοντας ως το παχύ του μαύρου χρώμα, έβγαινε ο βασιλιάς στο τεράστιο μπαλκόνι του πύργου του και κοίταζε τα φώτα του απέραντου βασιλείου του.
Ένιωθε μόνος ο βασιλιάς.
Ένα βράδυ λοιπόν, έτσι καθώς κοίταζε τα αναμμένα φώτα του βασιλείου του, έβαλε τα χέρια στο στόμα, φτιάχνοντας έτσι ένα χωνί.
«Όποιος επιθυμεί να γίνει φίλος με τον βασιλιά να έρθει στο παλάτι».
Φώναξε δυνατά, κι επανέλαβε τον λόγο άλλες δύο φορές.
Έφεραν τα βήματα τους στο παλάτι λογής λογής άνθρωποι.
Ένιωσε χαρούμενος ο βασιλιάς.
Έβαλε να σφάξουν ζωντανά, ανοίχτηκαν και βαρέλια με κρασί και στήθηκε γλέντι μεγάλο.
Δέκα μέρες και δέκα νύχτες δε δούλεψε κανείς στο απέραντο βασίλειο.
Μόνο οι υπηρέτες του παλατιού, πήγαιναν από την μια αίθουσα στην άλλη κουβαλώντας άλλοτε φρούτα, άλλοτε κρασιά κι άλλοτε πάλι φαγητά.
Από τότε κόσμος πολύς έμπαινε στο παλάτι και χαιρετούσε τον βασιλιά.
Καιρό μετά, βγήκε πάλι ο βασιλιάς στο μπαλκόνι του να δει το ηλιοβασίλεμα.
Ένα υπέροχο μαβί απλώθηκε στον ουρανό, τόσο όμορφο ήταν που όμοιο του ο βασιλιάς ποτέ του δεν είχε ξαναδεί.
Τέτοιο χρώμα και τόση απαλότητα μήτε τα βελούδα από τις τέσσερις άκρες του κόσμου που είχε φερμένα δεν είχαν.
Λίγο πριν χαθεί για πάντα τούτο το υπέροχο μαβί κι ουρανός ντυθεί το παχύ μαύρο της νύχτας, χαμογελώντας έκλεισε τα μάτια να φυλάξει στα στήθη του το χρώμα τούτο.
Έτσι που είχε κλειστά τα μάτια, άκουσε μια φωνή να του τραγουδά.
«Για πες μου τώρα βασιλιά
που ‘χεις τσουβάλια τα λεφτά
για πες μου πόσοι φέρανε
δώρα για εσένα ακριβά»;
Άνοιξε τρομαγμένος ο βασιλιάς τα μάτια να δει το πρόσωπο εκείνου που τόλμησε να του μιλήσει με τόση αυθάδεια.
Ανοίγει λοιπόν τα μάτια κι αντικρίζει ένα τόσο δα μικρό πουλί με χρώματα φτωχά.
«Και ποιος σου είπε πως θέλησα εγώ να μου φέρουν δώρα και μάλιστα ακριβά;» είπε ο βασιλιάς στο πουλί.
«Δώρα είναι ακριβά
της ψυχής κοσμήματα
νύχτα και μέρα τα φορά
κι από καρδιάς δωρήματα»
Τραγούδησε ξανά το πουλί και πέταξε απ’ το μαρμάρινο κάγκελο στον θρόνο του βασιλιά.
«Τι θέλεις να πεις πουλί;» ρώτησε πάλι ο βασιλιάς.
«Μα βασιλιά μου» είπε μιλώντας το πουλί «τόσον καιρό τώρα τρώνε και πίνουν στην αυλή σου άνθρωποι πολλοί, στήνουνε γλέντια κι έπειτα καβγάδες κι απ’ τους καβγάδες μετά, φιλιωμένοι εκείνοι που πριν καυγάδιζαν φεύγουν απ’ το παλάτι σου γελώντας.
Για πες μου τώρα βασιλιά, που ‘χεις βασίλειο απέραντο και τρυφερή καρδιά, πόσοι από δαύτους ήρθανε μια λέξη να σου πουν πέρα απ’ το «στην υγειά σου βασιλιά» κι «ευχαριστούμε βασιλιά»;
Πόσες από τότε νύχτες απέμεινες σιωπηλός κοιτάζοντας τον ίδιο πάντα σκοτεινό ουρανό;» και τα λόγια του τελειώνοντας το πουλί χτύπησε δυνατά τα φτερά του και χάθηκε μέσα στη νύχτα.
Έπεσε προβληματισμένος να κοιμηθεί ο βασιλιάς.
Δεν τα κατάφερε.
Έφερναν βόλτα τα λόγια εκείνου του μικρού, φτωχού από χρώμα πουλιού.
Ξύπνησε λοιπόν το πρωί, έδωσε εντολή να πάψουν τα γλέντια, να πάψουν τα βαρέλια με το κρασί ν’ ανοίγουν.
Έπεσε σε μελαγχολία βαθιά ο βασιλιάς.
Εν’ απόγευμα, καθώς λυπημένος κάθουνταν στο μπαλκόνι του και κοίταζε το ηλιοβασίλεμα άκουσε πάλι την φωνή του πουλιού.
«Ησυχία επικρατεί στο βασίλειο σου βασιλιά, μονάχα τα ποτάμια ακούωνται π’ αφήνουν τα νερά τους και κυλούν, ο άνεμος μέσα απ’ τα κλαδιά των δέντρων καθώς περνάει» είπε το πουλί και πριν προλάβει τον λόγο του να συνεχίσει μίλησε ο βασιλιάς.
«Είχες δίκιο πουλί, κανείς δεν ήρθε μια κουβέντα να μου πει, μα μήτε και δώρο μου έφερε κανείς να τον θυμούμαι. Μονάχα εσύ ήρθες με εκείνα τα χρώματα τ’ ουρανού και φύλαξα τα χρώματα μαζί με την φωνή σου.»
Είπανε κάποτε για κάποιον βασιλιά – κανείς δεν έμαθε ποτέ το όνομά του – που πέρασε τη ζωή του μιλώντας μ’ ένα πουλί.
Είδανε ηλιοβασιλέματα τόσα όσα όλοι οι υπήκοοι του βασιλείου μαζί.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι είπαν από τότε.
Θυμούνται μονάχα πως έφυγαν την ώρα του ηλιοβασιλέματος, ήταν ο ένας πλάι στον άλλον σα δύο φίλοι καρδιακοί, κι ο ουρανός είχε ένα απαλό, βελούδινο μαβί.
39 σχόλια:
"γραφουν οι ποιητες παραμυθια";
να που γραφουν Ηχε μου....
να που γραφουν....
σε καλωσοριζω στον κοσμο των παραμυθιων ψυχη μου
φιλι σου ακουμπω για ομορφη νυχτα...
φιλι αφηνω για όμορφη αυγη
φιλι...το παραμυθι σου ψυθιρισε της ψυχη μου....
Τι υπέροχο κείμενο...
Γεμάτο αλήθειες...
Αυτό ταιριάζει σε κάποιον,που ζει
μόνο για τους αυλικούς του...
Καλημέρα...
Γωγώ...
Kardia.pblogs.gr
Ίσως τελικά και να γράφουν Μαρίνα μου.
Ίσως, όταν έρχεται πια ο καιρός να γράφουν και παραμύθια.
Δεν ξέρω γλυκιά μου, μετά από χρόνια πολλά θα σου απαντήσω.
Γωγώ μου έχεις κι από εμένα ευχή για μια υπέροχη ημέρα.
χορταστικό παραμύθι αισθήσεων!
μπράβο σου
καλημέρα σου
Καλή σου ημέρα Χάρη.
Όμορφο Σαββατοκύριακο να έχεις.
Ναι, γράφουν και οι ποιητές παραμύθια!
Και όμορφα, τρυφερά παραμύθια...
αλλά πάλι μοναχικά...
Μου λείπει η βασίλισσα εμένα από το παραμύθι σου.
΄Οσα γλέντια, σφαχτά, κρασιά και παρέες να έχει ο βασιλιάς, γιατί να έρχεται η ώρα που σουρουπώνει για να μετρήσει τις πληγές του με το ταπεινό φτερωτό;
Να περιμένω σα μικρό παιδί, όπως τότε με τη γιαγιά μου, για ν' ακούσω τη συνέχεια με ...μια βασίλισσα;
Φιλί γλυκό, σ' ευχαριστώ και
Γλαρένιες αγκαλιές
Για πόσο δεν ξέρω Γλαρένια μου, για όσο ίσως να μην είναι κι ο βασιλιάς εκεί.
Οι συννεφένιοι δρόμοι έχουν τα πιο πορφυρά ηλιοβασιλέματα, λένε.
Τα πιο πορφυρά ηλιοβασιλέματα δεν είναι που κάνουν τα δάκρυα και λαμπιρίζουν σαν δροσοσταλίδες επάνω στα φύλλα που τα χαϊδεύουν τα χρώματα;
Βασιλιά μου,
δεν έχω πλούτη, δώρα χρυσά να σου φέρω... έμαθα μόνο για πίστη, ελπίδα, αγάπη... δεν ξέρω αν φτάνουν τις ανάγκες σου, όμως, αυτό το λίγο, αλλά αληθινό, ορίστε το προσφέρω... Κι το ηλιοβασίλεμα μοιρασμένο πιο πολύ απλώνεται και χρώματα καινούργια γεννά...
Τα σέβη μου Βασιλιά...
υγ ποιητικά παραμύθια λοιπόν... !!!
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!!!
Πανέμορφο το παραμύθι της αλήθειας σου ήχε μου.
Δεν γεμίζει η μοναξιά με υποικόους περαστικούς, μα μ' ενα απαλό βελούδινο μαβί, κι ενα πέταγμα...
που κανείς δεν θα μάθει προς τα που))))
εξ' άλλου δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία.
φτιάξε κι άλλες αλήθειες ήχε, κάποιοι θα τις μοιράζονται μαζί σου, και θα τις ζούν.
φιλιά.
Για παραμύθια δεν γνωρίζω να σου πω, μα για τα πλούτη της καρδιάς κάτι γνωρίζω.
Αγάπη, πίστη κι ελπίδα είναι τα πλούτη της καρδιάς κι αυτά μου γράφεις.
Μ’ αυτά στην τράπεζα της ψυχής σου να πορεύεσαι Βίκυ μου.
Κάποιος ταξίδι Mist μου σου δείχνει το φως που υποψιαζόσουν κάποτε μα δεν έβλεπες.
Κοιτάζεις τ’ αξιοθέατα και θαμπόνεσαι, αλήθεια είναι, πολλές φορές.
Η αλήθεια όμως κρύβεται στα στενά δρομάκια, παραφυλάει τη στιγμή που θα ξεχαστείς από το θάμπος και θα μπορείς να δείς το πραγματικό της πρόσωπο και σου πιάνει το χέρι.
Έτσι είναι οι αλήθειες.
Σιωπηλές.
Μυστικές.
"Έτσι είναι οι αλήθειες.
Σιωπηλές.
Μυστικές."
κι έχουν ένα φώς!!!! που μυστικά κρυφοκαίει... μ΄άπλετο είναι... κι όποιος το δεί))))
καλησπέρα.. έρχομαι απο μετακόμιση.
"ab"
Καλή ξελούραση λοιπόν.
…κι έτσι καθώς αθόρυβα μπαίνουν στης ψυχής τα μονοπάτια, ξυπνούμε ένα πρωί κι ανταμώνουμε.
Τότε είναι που αρχίζουν οι εξομολογίσεις…
Mε το που διαβασα την αρχή μου θυμησες πως δεν εφτιαξα το γαλακτομπουρεκο το μεσημερι!!!
Παω να το φτιαξω τωρα! Περαστε να σας τραταρουμε!!!
----------------------
Οσο για το παραμύθι σου υπεροχο και γλυκό...
Φιλί σου διακτυνίζω γλυκέ μου γλυκύτατε φίλε μου..
Ευχαριστούμε πολύ όμορφη ζαχαροπλάστησα μας.
Θα περάσουμε, θα περάσουμε…
Σ’ ευχαριστώ ψυχούλα μου.
Μπράβο Ιωάννη,
Το παραμύθι είναι η άλλη όψη ,ή άλλη φωνή της ποίησης .Κι εγώ έχω γράψει πάρα πολλά παραμύθια.
Καλησπέρα Κατερίνα μου.
Γνωρίζω πως έχεις γράψει.
Μέχρι χθες ήταν κάτι που έλεγα πως δεν θα μπορούσα ποτέ να γράψω.
Να είσαι πάντα καλά.
Mολις εβγαλα το γαλακτομπουρεκό μου έβαλα το σιροπάκι και την κανελίτσα και αναμένω κόσμο. Ευπρόσδεκτοι και οι φιλοι της σελιδας σου!
Μιαμ μιαμ, με τρέχουν τα σάλια…
Κάτσε να πάρω μερικά τηλέφωνα και θα ‘ρθουμε να κατσικοθούμε εκεί κάτω!!!
Μαρία μου όλα καλά, ξεκινάμε σε λίγο!
ελπίζω να είσαι καλά.. να περνάς όμορφα με όσο λιγότερη θλίψη μπορεί να αποφέρει η κατάρα του ποιητή... δεν σε έχω δει πότε αλλά κάνεις την καρδιά μου να νιώθει.. σε παρακαλώ μην χαθείς και αν μπορείς μιλα μου σαν να με ξέρεις χρόνια.. έψαχνα ώρα να βρώ κάτι στο ράδιο να ακούσω μιας και όλα μου τα cd ειναι αλλού.. για άλλη μια φόρα βρήκες αυτό που έψαχνα... καλό βραδυ γωνωστέ μου άγνωστε ... "Ζ".....(πάει καιρός αλλά εγώ ήμουν εδώ.. πίσω απο λέξεις ακόμα να σου "ζητάω")
Σ’ εκείνον τον καιρό, που πάει πέρασε πια, σε προσφωνούσα Ζήτα μου, που πάει να πει μπορείς να μου ζητάς.
Μπορείς απλά να λες τα όσα επιθυμείς και τα όσα νιώθεις πως πρέπει να πεις, εδώ ή όπου αλλού.
Εσύ, που καλά γνωρίζεις τούτη την κατάρα που μιλάς σ’ έχει πάλι ρίξει στο καναβάτσο και σε χτυπά.
Πόσο ακόμα, αναρωτήθηκες ποτέ σου;
..είναι κάποια βράδια μοναξιάς που δεν ξημερώνουν Ήχε
Είθε το αποψινό, να είναι συντροφικό για όλο τον κόσμο.
Καλό σου βράδυ.
Το αποψινό βράδυ όμως Ηλία μου είναι ένα από εκείνα, τα δίχως ξημέρωμα.
Ευχαριστώ για την ευχή.
Κάποιος επόμενο Σαββατοκύριακο ίσως βρεί χώρο για να υπάρξει.
Λες τα πιο όμορφα παραμύθια. Μελαγχολικά μα όμορφα.. να που τελικά βρήκε και ο βασιλιάς έναν φίλο.. με τα πιο όμορφα χρώματα!
καλημέρα! Αισθητική, ευαισθησία, σωστά ελληνικά συνθέτουν το εξαίρετο ιστολόγιό σου. Επίτρεψέ με να σε βάλω στα αγαπημένα μου. Θα σε διαβάζω. Κάτι μου λέει ότι θα γίνει ένα από τα 5 πιο αγαπημένα.
Ήχους από κελάιδημα ακούω. Τώρα από τον βασιλιά είναι, από το πουλί, θα σε γελάσω...
πανεμορφο το παραμυθι σου..σε φιλω!!
ΜΠΡΑΒΟ ΡΕ ΣΥ...ΚΑΛΟ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ,
ΞΕΡΕΙΣ ΕΣΥ ΑΠΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ!!!!!!!
ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΝΑ ΣΤΕΙΛΕΙΣ ΤΙΣ ΦΟΤΟ....ΓΚΡΡΡ......
--------->ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΣΒΗΣΕΙΣ
ΦΙΛΙΑ...
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΣΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟ!
............ΤΣΑΜΠΑ ΟΙ ΠΟΖΕΣ.......
φίλε μου καλησπέρα (ή καλημέρα). επειδή βλέπω ότι έχουμε κοινά ενδιαφέροντα, λαμβάνω το θάρρος να σε ενημερώσω ότι από χθες το πολιτιστικό πόρταλ GoCulture.gr απέκτησε δικό του blog.
Θα σου ήμουν ευγνώμων αν μας έκανες μια επίσκεψη στο site ή στο blog και μας άφηνες ένα μήνυμα για να μας πεις τη γνώμη σου. Αν κάτι δεν σ'αρέσει σε μας θα θέλαμε να το ξέρουμε.
Αν πάλι σου αρέσουμε, ίσως να μας έβαζες κι όλας στα αγαπημένα σου για να μας βοηθήσεις να γίνουμε λίγο γνωστοί; :-)
Φιλικά,
από το GoCulture
Ομορφο και αστεροφωτισμένο το παραμύθι σου!
και μ'αρέσουν αυτά τα παραμύθια....
Καλή εβδομάδα να έχεις!!
Sunshine μου
τα λέω μήπως παραμυθιαστώ κι εγώ κάποτε.
Σ’ ευχαριστώ πολύ γλυκιά μου.
Ευχαριστώ πολύ Νίκο.
Τέρα Άμου αν δεν κάνω λάθος!
Εφόσον το επιθυμείς να το κάνεις.
Καλώς ήρθες.
Αντώνη
κι εγώ το ψάχνω ακόμα.
Καλώς ήρθες.
Φεγγαραγκαλιά μου
σε φιλώ κι εγώ.
Αγαπητή ΗΝΩΕΘ
Όχι πιο μεγάλος παραμυθάς από εσένα γλυκιά μου.
Έτσι όπως τα γράφεις είναι σα να είμαι ζωγράφος, και δεν είμαι το γνωρίζεις.
Τις φωτογραφίες τις έχεις πάρει ήδη.
GC
Καλώς ήρθες.
Με μια πρώτη ματιά μου φάνηκε πολύ καλή δουλειά.
Επέτρεψε μου να το κοιτάξω κι άλλο.
Θαλασσινή μου
σου εύχομαι ότι καλύτερο.
Υπέροχο. Τελικά η μοναξιά είναι ένα τα σημαντικότερα προβλήματα. Ούτε ο βασιλιάς δεν το λύνει εύκολα.
Δημοσίευση σχολίου