Κάποτε θα αφήσω μέσα στα δάκτυλά σου την ψυχή μου, όπως σε καιρούς περασμένους ξαναπροσπάθησα μα προδόθηκα, για να μαλάξεις τα μικρά μου όνειρα και τις επιθυμίες
όταν τις νύχτες σιωπώ είναι γιατί βαθιά μέσα μου χορεύει ακόμα η προδοσία. Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι τα ταξίδια σου στην ψυχή μου. Ηρεμώ.
Θυμούμαι από τα παιδικά μας παιγνίδια έλειπε το όνομά σου. Πως έτσι σκλήρυνε ο κόσμος γύρω μας; Πόσα τα χρόνια που αφήσαμε να φύγουν δίχως να κρατήσουμε το άρωμά τους; Ένα βιβλίο παιδικό με πειρατές και φαντάσματα, έτσι φανταζόμουν τότε τη ζωή και πλάι στις φαντασιώσεις και τα παιδικά παιγνίδια μια μελαγχολία ανεξήγητη, παράξενη.
Από τ’ ανοιχτά παράθυρα του σπιτιού κάθε Άνοιξη έμπαιναν τ’ αρώματα των λουλουδιών, τα χρώματα, το φως του ήλιου. Πριν λίγο καιρό θέλησα να γράψω για την μητέρα, κατάλαβα τότε πως Άνοιξη ήταν η μητέρα. Τα χρώματα, τα αρώματα, το φως του ήλιου παίζανε δίπλα μας όλο τον χρόνο.
Η λύπη μου από την εποχή εκείνη ήταν οι αποστάσεις. Μετακομίσεις, νέοι φίλοι και οι παλιοί ξεχασμένοι σε κάποια σχολική φωτογραφία. Τώρα με τη δουλειά ξανά μετακομίσεις, μοναξιά και δεν μου το συγχωρώ.
Είναι φορές ακόμα και τώρα, που τα βράδια έρχεται ένα μικρό λευκό περιστέρι και καθώς κλείνω τα μάτια στέκεται πλάι μου, μου χαϊδεύει τα μαλλιά και μιλάει με παραβολές, κάποτε μου λέει παραμύθια
κι ίσως βαθύτερα να είναι τούτο το πουλί οι από παλιά αγαπημένοι μου άνθρωποι που φύγαν, άλλος από κούραση κι άλλος από ανάγκη θυμούμαι τα πρόσωπα κάποιο βράδυ ή απόγευμα – με βοηθάει περισσότερο τούτη η ώρα – σε ηλικίες περασμένες στα οχτώ, στα δώδεκα, στα δεκαπέντε, στα δεκαεννιά τους χρόνια
με φορεματάκια κοντά λουλουδάτα, με μικρά παντελονάκια θαλασσιά και πέδιλα, χτυπήματα στα γόνατα και στους αγκώνες από την μπάλα, το κρυφτό και τα δέντρα.
Ο χρόνος, λέω, καμιά φορά μας γλιστράει μέσα από τα χέρια αδιάφορα, κλείνουμε τα μάτια και του κουνάμε ένα μαντίλι ελπίζοντας κάποτε στον γυρισμό.
Κι όταν η λύπη απλώσει το αράχνινο δίχτυ στην ψυχή μας κοιτάζουμε πίσω και σ’ ένα μνημόσυνο σιωπηλό ρίχνουμε εν’ άνθος στο πέλαγο που οι στιγμές μας ταξιδεύουν.
Χθες άνοιξα το παράθυρο στο μικρό μου δωμάτιο, θυμήθηκα την ίδια αυτή κίνηση στο χωριό της μητέρας, απ’ έξω ο κήπος θησαύριζε μ’ αρώματα τον στενό δρόμο και κάποτε η μητέρα καθισμένη στην σκιά μιας μικρής καρυδιάς με κοίταζε μ’ ένα βλέμμα σχεδόν καλοκαιρινό.
Παιδί η μητέρα. Έτσι τη θυμούμαι στα είκοσι της χρόνια, στα είκοσι δυο της μ’ ένα χαμόγελο λαμπερό.
Τώρα ερημιά. Όλα αφημένα στη σκόνη της αχρησίας σκεπασμένα με μια κουβέρτα μάλλινη στρατιωτική. Σα να έφυγαν οι αναμνήσεις ασυνόδευτες για το μεγάλο τους ταξίδι.
Καμιά φορά τα βράδια καθισμένος στα λυγισμένα ξύλα μιας ψάθινης καρέκλας, δακρύζω καθώς έρχονται ξανά τα περασμένα και με αγγίζουν, ύστερα κλείνω τα μάτια και σου μιλάω.
Στάθηκες στις άκρες των λέξεων μου, των συναισθημάτων, της προσμονής μου, σαν ήλιος, κι εγώ θέλησα να ναυαγήσω μέσα σου.
Στους φθινοπωρινούς περιπάτους μας – ήταν η εποχή μας το φθινόπωρο, θυμάσαι – πεσμένα κίτρινα φύλλα, άρωμα από τις πρώτες ψιχάλες στο χώμα, κρατημένοι απ’ το χέρι δίπλα στη λίμνη.
Με τα βήματα του Χριστού κάποιο βράδυ θα έρθω ξανά κρατώντας ένα τριαντάφυλλο στα χέρια που θα ανασαίνουν μόνο για να σε αγγίζουν, μόνο για να σφίξουν μέσα τους τη ζέστη του προσώπου, να σκουπίσουν τα δάκρυα σου.
Χίλια ναυάγια μέχρι σήμερα η ζωή κι εσύ το μόνο νησί στο αρχιπέλαγος προσμένεις το ναυαγό σου να έρθει
με χίλια αρώματα και μουσικές λουλουδιών που άνθισαν πριν την Άνοιξη.
όταν τις νύχτες σιωπώ είναι γιατί βαθιά μέσα μου χορεύει ακόμα η προδοσία. Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι τα ταξίδια σου στην ψυχή μου. Ηρεμώ.
Θυμούμαι από τα παιδικά μας παιγνίδια έλειπε το όνομά σου. Πως έτσι σκλήρυνε ο κόσμος γύρω μας; Πόσα τα χρόνια που αφήσαμε να φύγουν δίχως να κρατήσουμε το άρωμά τους; Ένα βιβλίο παιδικό με πειρατές και φαντάσματα, έτσι φανταζόμουν τότε τη ζωή και πλάι στις φαντασιώσεις και τα παιδικά παιγνίδια μια μελαγχολία ανεξήγητη, παράξενη.
Από τ’ ανοιχτά παράθυρα του σπιτιού κάθε Άνοιξη έμπαιναν τ’ αρώματα των λουλουδιών, τα χρώματα, το φως του ήλιου. Πριν λίγο καιρό θέλησα να γράψω για την μητέρα, κατάλαβα τότε πως Άνοιξη ήταν η μητέρα. Τα χρώματα, τα αρώματα, το φως του ήλιου παίζανε δίπλα μας όλο τον χρόνο.
Η λύπη μου από την εποχή εκείνη ήταν οι αποστάσεις. Μετακομίσεις, νέοι φίλοι και οι παλιοί ξεχασμένοι σε κάποια σχολική φωτογραφία. Τώρα με τη δουλειά ξανά μετακομίσεις, μοναξιά και δεν μου το συγχωρώ.
Είναι φορές ακόμα και τώρα, που τα βράδια έρχεται ένα μικρό λευκό περιστέρι και καθώς κλείνω τα μάτια στέκεται πλάι μου, μου χαϊδεύει τα μαλλιά και μιλάει με παραβολές, κάποτε μου λέει παραμύθια
κι ίσως βαθύτερα να είναι τούτο το πουλί οι από παλιά αγαπημένοι μου άνθρωποι που φύγαν, άλλος από κούραση κι άλλος από ανάγκη θυμούμαι τα πρόσωπα κάποιο βράδυ ή απόγευμα – με βοηθάει περισσότερο τούτη η ώρα – σε ηλικίες περασμένες στα οχτώ, στα δώδεκα, στα δεκαπέντε, στα δεκαεννιά τους χρόνια
με φορεματάκια κοντά λουλουδάτα, με μικρά παντελονάκια θαλασσιά και πέδιλα, χτυπήματα στα γόνατα και στους αγκώνες από την μπάλα, το κρυφτό και τα δέντρα.
Ο χρόνος, λέω, καμιά φορά μας γλιστράει μέσα από τα χέρια αδιάφορα, κλείνουμε τα μάτια και του κουνάμε ένα μαντίλι ελπίζοντας κάποτε στον γυρισμό.
Κι όταν η λύπη απλώσει το αράχνινο δίχτυ στην ψυχή μας κοιτάζουμε πίσω και σ’ ένα μνημόσυνο σιωπηλό ρίχνουμε εν’ άνθος στο πέλαγο που οι στιγμές μας ταξιδεύουν.
Χθες άνοιξα το παράθυρο στο μικρό μου δωμάτιο, θυμήθηκα την ίδια αυτή κίνηση στο χωριό της μητέρας, απ’ έξω ο κήπος θησαύριζε μ’ αρώματα τον στενό δρόμο και κάποτε η μητέρα καθισμένη στην σκιά μιας μικρής καρυδιάς με κοίταζε μ’ ένα βλέμμα σχεδόν καλοκαιρινό.
Παιδί η μητέρα. Έτσι τη θυμούμαι στα είκοσι της χρόνια, στα είκοσι δυο της μ’ ένα χαμόγελο λαμπερό.
Τώρα ερημιά. Όλα αφημένα στη σκόνη της αχρησίας σκεπασμένα με μια κουβέρτα μάλλινη στρατιωτική. Σα να έφυγαν οι αναμνήσεις ασυνόδευτες για το μεγάλο τους ταξίδι.
Καμιά φορά τα βράδια καθισμένος στα λυγισμένα ξύλα μιας ψάθινης καρέκλας, δακρύζω καθώς έρχονται ξανά τα περασμένα και με αγγίζουν, ύστερα κλείνω τα μάτια και σου μιλάω.
Στάθηκες στις άκρες των λέξεων μου, των συναισθημάτων, της προσμονής μου, σαν ήλιος, κι εγώ θέλησα να ναυαγήσω μέσα σου.
Στους φθινοπωρινούς περιπάτους μας – ήταν η εποχή μας το φθινόπωρο, θυμάσαι – πεσμένα κίτρινα φύλλα, άρωμα από τις πρώτες ψιχάλες στο χώμα, κρατημένοι απ’ το χέρι δίπλα στη λίμνη.
Με τα βήματα του Χριστού κάποιο βράδυ θα έρθω ξανά κρατώντας ένα τριαντάφυλλο στα χέρια που θα ανασαίνουν μόνο για να σε αγγίζουν, μόνο για να σφίξουν μέσα τους τη ζέστη του προσώπου, να σκουπίσουν τα δάκρυα σου.
Χίλια ναυάγια μέχρι σήμερα η ζωή κι εσύ το μόνο νησί στο αρχιπέλαγος προσμένεις το ναυαγό σου να έρθει
με χίλια αρώματα και μουσικές λουλουδιών που άνθισαν πριν την Άνοιξη.
10 σχόλια:
"Κάποτε θα αφήσω μέσα στα δάκτυλά σου την ψυχή μου"
καποτε θ΄αφησω στον βυθο της ψυχής σου ναυάγια που χασκουν θυσαυρους με όνειρα πνιγμενα...
καποτε στην παλάμη ενα κίτρινο τριανάφυλλο θα σου ακουμπησω...
κάποτε κρητικο μαχαιρι στο χέρι θα σου βάλω την μοναξια να κοψεις...
καποτε χίλια αρώματα και μουσικές λουλουδιών της Ανοιξης πριν απ αυτη στο στερνο θ΄ακουμπησω....
κάποτε....κάποτε...καποτε
τότε που όνειρα -ευχες ζωη σ΄ανοιξιατικο φθινόπωρα θα φερουν...
τοτε ψυχη μου...τότε
Ενα ναυάγιο ειναι αρκετο για να σε σκοτωσει πολλες φορες..
Καλημερα ήχε..
"Χίλια ναυάγια μέχρι σήμερα η ζωή" Πόσο δίκιο έχεις ...
Καλησπέρες
..πονάει η προδοσία της ψυχής Ιωάννη
πονάει το ναυάγιο της καρδιάς
..μα υπάρχουν νησιά, που περιμένουν τη ψυχή μας να ξεκουράσουν
..υπάρχουν αρώματα που περιμένουν την όσφρηση μας να πλανέψουν
Καλο σαββατοκύριακο Ήχε.
Μπορεί να κρύβεται η αθωότητα, αλλά κάπου βαθιά μας μένει, πρόθυμη πάντα κι έτοιμη αλλιώτικους στο τώρα να μας φέρει.. Κι αν λείπουν αγαπημένοι, παρουσίες να ζούμε στην αγάπη, που όλα βρίσκει τρόπους να τα φέρνει κοντά... Κι η φθορά και η ματαιότητα των πραγμάτων, σε μάτια παιδικά, μέχρι και παιγνίδι φαντάζουν. Δεν ξέρω πώς, μα άκαιρο τίποτα μην ονομάζεις... όλα για κάτι γίνονται. Πες πως κι αυτό, κάπου θα βγάλει κι άλλοτε θα 'μαι, άλλοτε όχι, αλλά είναι ανάγκη να συμβεί..., αλλά όχι, δεν ξέρω να σου πω το γιατί. Εύχομαι μόνο, εύχομαι να είσαι καλά. Υπάρχουν λουλούδια, που ανθίζουν πριν την Άνοιξη...
Μαρίνα μου
μπαομπάπ η μοναξιά και φυτρώνει ξανά και ξανά, κι ας χέρια πρίγκιπα μικρού κόβει απ’ τη ρίζα το φυτό.
Κι έτσι είναι Μαρία μου,
μα όταν και πολλά και δυνατά είναι τότε τι;
Trying.. μου
όμορφο βράδυ να έχεις.
Ηλία
πάντα υπάρχουν νησιά που θα σε σώσουν από κάποιο ναυάγιο, κάποια τα βρίσκεις στο πέρασμα σου και κάποια άλλα σου σφυρίζουν να τα βρεις
Βίκυ μου όλα στον καιρό τους γίνονται, μα η γνώση και η ανάγκη, μας έχουν οδηγήσει σε συμπεράσματα άλλα.
Λέω απλά πως ότι γίνεται στο σήμερα κι ότι έχει στο παρελθόν συμβεί δεν είχαν παρά έναν και μόνο σκοπό, να προετοιμάσουν το έδαφος για κάτι νεότερο, όμορφο ή άσχημο, δεν έχει σημασία.
Δημοσίευση σχολίου