Έχω επιστρέψει.
Έχουν εντός μου κιτρινίσει τα λόγια.
Άυπνα από χρόνια.
Για χρόνια άυπνα λόγια, μάτια κι όνειρα.
Φύλαξε μου ένα ζεστό ποτήρι γάλα, όπως εκείνα που πίναμε παιδιά, λίγο ψωμί χτυπημένο μ’ αυγό, ένα μαξιλάρι ζεστό, ένα βιβλίο με παραμύθια.
Κλειδώνω μια μια τις σκέψεις.
Τα δωμάτια χάσκουν απορημένα, τόσα τριγύρω σύγνεφα κι όμως δεν βρέχει.
Τα παπούτσια μου έχουν σχισθεί απ’ το περπάτημα και την αρμύρα, μ’ άρεσε από παιδί να βαδίζω επί των υδάτων.
Γέρνω στην άκρη του παραθύρου.
Στο απέναντι σπίτι ένας σκύλος γαβγίζει, ένα παιδί κλαίει, κάποιος ετοιμάζεται πάλι να σκοτώσει.
Έχουμε γεράσει περιμένοντας οι μισοί τον θύτη κ’ οι άλλοι μισοί το θύμα.
Κανείς δεν φάνηκε ποτέ τελικά.
Σκέφτομαι πως όλα κάποτε νυχτώνουν.
Όλα κάποτε αναζητούν έναν ξένο εαυτό μήπως και πάλι ανθίσουν.
Αρχίζω τις σκέψεις μου μ’ ένα μεγάλο γράμμα, όπως τα παλιά ανθολόγια του δημοτικού, νιώθω πως έτσι αποκτούν βαρύτητα διαφορετική.
Διαβάζω παλιά συμβόλαια.
Πρέπει να θυμόμαστε τα ονόματα.
Προπαντός εκείνων που φύγαν.
Διαφορετικά μένουν δίχως ονόματα κ’ οι διαθήκες.
Άδεια χαρτιά κιτρινισμένα.
Κιτρινισμένα άδεια λόγια.
Έχω τραβήξει το κρεβάτι στη άκρη του παραθύρου.
Κοιτάζω πότε την πλατεία και πότε την θάλασσα.
Άδειες κ’ οι δύο.
Οι θύτες καραδοκούν τα θύματά τους.
Προσμένουν τα θύματα τους θήτες.
Πλάι στο κρεβάτι ανασαίνει μια παλιά φωτογραφία.
Οι παλιές φωτογραφίες ανασαίνουν πάντοτε βαριά.
Πίνει λίγο λίγο το νερό που έχω πλάι στο κρεβάτι.
Τυλίγομαι ένα ένα τα κίτρινα χαρτιά.
Σκεβρώνω μαζί τους.
Άυπνα χρόνια όπως άυπνα παραμένουν τα ρολόγια κι απλά παραφυλούν.
Παραφυλούν τα μεγάλα γράμματα.
Κι αφήνουν κουτσουρεμένες τις λέξεις.
Κιτρινισμένα, άδεια τα λόγια…
Έχουν εντός μου κιτρινίσει τα λόγια.
Άυπνα από χρόνια.
Για χρόνια άυπνα λόγια, μάτια κι όνειρα.
Φύλαξε μου ένα ζεστό ποτήρι γάλα, όπως εκείνα που πίναμε παιδιά, λίγο ψωμί χτυπημένο μ’ αυγό, ένα μαξιλάρι ζεστό, ένα βιβλίο με παραμύθια.
Κλειδώνω μια μια τις σκέψεις.
Τα δωμάτια χάσκουν απορημένα, τόσα τριγύρω σύγνεφα κι όμως δεν βρέχει.
Τα παπούτσια μου έχουν σχισθεί απ’ το περπάτημα και την αρμύρα, μ’ άρεσε από παιδί να βαδίζω επί των υδάτων.
Γέρνω στην άκρη του παραθύρου.
Στο απέναντι σπίτι ένας σκύλος γαβγίζει, ένα παιδί κλαίει, κάποιος ετοιμάζεται πάλι να σκοτώσει.
Έχουμε γεράσει περιμένοντας οι μισοί τον θύτη κ’ οι άλλοι μισοί το θύμα.
Κανείς δεν φάνηκε ποτέ τελικά.
Σκέφτομαι πως όλα κάποτε νυχτώνουν.
Όλα κάποτε αναζητούν έναν ξένο εαυτό μήπως και πάλι ανθίσουν.
Αρχίζω τις σκέψεις μου μ’ ένα μεγάλο γράμμα, όπως τα παλιά ανθολόγια του δημοτικού, νιώθω πως έτσι αποκτούν βαρύτητα διαφορετική.
Διαβάζω παλιά συμβόλαια.
Πρέπει να θυμόμαστε τα ονόματα.
Προπαντός εκείνων που φύγαν.
Διαφορετικά μένουν δίχως ονόματα κ’ οι διαθήκες.
Άδεια χαρτιά κιτρινισμένα.
Κιτρινισμένα άδεια λόγια.
Έχω τραβήξει το κρεβάτι στη άκρη του παραθύρου.
Κοιτάζω πότε την πλατεία και πότε την θάλασσα.
Άδειες κ’ οι δύο.
Οι θύτες καραδοκούν τα θύματά τους.
Προσμένουν τα θύματα τους θήτες.
Πλάι στο κρεβάτι ανασαίνει μια παλιά φωτογραφία.
Οι παλιές φωτογραφίες ανασαίνουν πάντοτε βαριά.
Πίνει λίγο λίγο το νερό που έχω πλάι στο κρεβάτι.
Τυλίγομαι ένα ένα τα κίτρινα χαρτιά.
Σκεβρώνω μαζί τους.
Άυπνα χρόνια όπως άυπνα παραμένουν τα ρολόγια κι απλά παραφυλούν.
Παραφυλούν τα μεγάλα γράμματα.
Κι αφήνουν κουτσουρεμένες τις λέξεις.
Κιτρινισμένα, άδεια τα λόγια…
15 σχόλια:
HXE MOY ΣΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΣΕ ΝΙΩΘΩ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΑΝ ΦΡΟΥΡΟ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΟΥ ΜΙΛΑ ΠΑΝΤΑ ΔΙΧΩΣ ΝΑ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΗΝ ΗΧΩ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΚΑΙ ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΠΟΣΟ ΔΙΚΙΟ ΕΧΕΙΣ ΠΟΣΟ ΑΔΕΙΑ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΔΑΚΡΙΑ ΘΥΜΩΝΩ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΟΥΝ.ΚΑΛΗ ΣΟΥ ΝΥΧΤΑ
το παρελθόν μας δείχνει "κιτρινισμένο" και "άδειο"που πρέπει να βουτήξεις μέσα του για να ξαναγεννηθείς...
κάποια στιγμή όλοι επιστρέφουμε στον τόπο του "εγκλήματος" και θύμα και θύτης.
Διαβάζω τουτο το ψιθύρισμα σου έχοντας πλαι μου μια βαλίτσα που πρεπει να γεμίσει ,να ταξιδέψει ,να αφεθει σ'ενα ακρόβραχο ,να γαληνεψει και να γυρίσει πισω γεματη όνειρα και δύναμη...Πόσο με βοηθησες να την γεμίσω ελπιδα!!!Σ'ευχαριστώ ...Καλό Καλοκαίρι ναχεις γλυκόηχε ήχε μου!!
Μου άρεσε.
άυπνα βράδυα
άυπνες μέρες κι οι μαύροι κύκλοι
γύρω απ τα μάτια με φοβίζουν
δεν είμαι πια αυτή που ήμουν
δε μπορώ να ζω σαν την ωραία κοιμωμένη πάνω σε κιτρινισμένα φύλλα πίσω απ το γκρεμισμένο κάστρο και μέσα σε παραμύθια που ποτέ δε θα τελειώσουν
Γιάννη μου φιλιά πολλά
απλά...καταπληκτικό!!!
θαυμάζω τη γραφή σου...
να σαι καλά φίλε ..τα λέμε
ότι δε ζω ...και λαχταρώ
παίρνει μορφή και σάρκα
και ενα δάκρυ κρουσταλλιά
στων αματιών την άκρα ...
μια κιτρινισμενη
μα γεματη απο γλυκα
''καλημερα''.
- ποσο ομορφο αυτο που εγραψες ...πόσο ..
Φάντασμα μου εκείνο που ποτέ δεν φοβήθηκα ήταν οι λέξεις, τις φωνές μονάχα που τις προφέρουν, τα χέρια που τις γράφουν, γιατί καμιά φορά καταφέρνουν να κρύψουν το προσωπείο τους κι έτσι κάνουν τις λέξεις να μοιάζουν πως πονούν.
Όλα καλά καλώς όρισες.
Αναγεννιόμαστε πάντα από τη στάχτη μας.
Σύμβολο βαθιά ριζωμένο στην ψυχή μας ο Φοίνικας.
Για τούτο λοιπόν επιστρέφουμε , για την αναγέννηση, κι αναρωτιέμαι πάλι αν έχουμε διατηρήσει τον ίδιο ρόλο…
Κατερίνα μου όμορφο καλοκαίρι να έχεις.
Η ελπίδα να θυμάσαι πάντα εντός μας βρίσκεται, μόνο τίτλους οι άλλοι μπορούν να μας δώσουν.
Φρόντισε να αφεθείς για να επιστρέψεις πλημμυρισμένη εικόνες κι αρώματα.
Ιάκωβε να είσαι καλά.
Καλώς όρισες.
Κλειώ μου εδώ έρχεται η σύγκριση των ρόλων.
Θύτη ή θύμα τελικά μας βρίσκει η επιστροφή;
Να είσαι καλά γλυκιά μου.
Καλώς όρισες Περίπλους.
Όμορφη μαντινάδα.
Σ’ ευχαριστώ.
Misstati μου καμιά φορά δεν μετράνε τα χρώματα μα το πάθος.
Σ’ ευχαριστώ.
nai..
Δημοσίευση σχολίου