Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2008

Η ανάσα μου έχει τελειώσει

Έχω μουσκέψει ως το κόκκαλο.
Μπαίνω στο σπίτι μανιασμένα, θαρρείς ο πρότερος άνεμος που μ’ έφερε ως εδώ.
Κλείνω σ’ ένα ντουλάπι τους φόβους μου.
Έρχονται κάθε βράδυ μ’ ένα πριόνι και πριονίζουν τα κλαδιά του δέντρου, εκείνου που φύτεψα όταν παιδί ακόμα έτρεχα πάνω κάτω την αυλή και πίστευα πως γύριζα τον κόσμο ολάκερο και κουραζόμουν τάχα, πάντοτε πλάι στη βρύση κι ας μη διψούσα.
Τώρα δε μου φθάνει μήτε μια ζωή νερό να ξεδιψάσω, μήτε μια θάλασσα ωκεανός να ταξιδέψω, μήτε τα πιο όμορφα όνειρα να χαμογελάσω.
Τα χαρτιά μου κιτρινίζουν καθώς ο καιρός περνάει, τα ρούχα παραδίδονται στη φθορά τους, έγιναν άσπρα τα μαλλιά κ’ οι σχολικές εκθέσεις, οι παιδικές μου ζωγραφιές δεν νιώθουν πια οικείο τον χώρο κι απομακρύνονται.
Κοιτάζω στα μάτια όποιον μου μιλάει, τούτο τουλάχιστον το καταφέρνω ακόμα.
Φέρνω κύκλους το κλειδί στην πόρτα φορές πολλές, δυνατά, ν’ ακούγεται στους απ’ έξω το κλείδωμα να μην πλησιάζουν.
Τα παράθυρα τα έχω κλείσει, τα πατζούρια το ίδιο.
Είναι βλέπεις ξύλινα κι αφήνουν μια στριγκιά φωνή στο πέρασμα τ’ ανέμου.
Βρέχει ακόμα έξω.

Έχω μουσκέψει ως το κόκκαλο, μη βιάζεσαι για υποθέσεις, δεν είναι η βροχή.
Οι φόβοι μου κλεισμένοι πάντα εκεί.
Κι εγώ απέναντι τους να πίνω σ’ ένα φλιτζάνι τσάι ζεστό.
Με ταραγμένη την ψυχή, με σώμα ματωμένο απ’ τα καρφιά και την προδοσία.
Ερημώνω κι εγώ με τους αιώνες αντάμα που δεν χώρεσαν μέσα τους την ψυχή μου.
Ζω όσο ζει κι ο πόνος, είκοσι χιλιάδες χρόνια τώρα.
Και σιωπώ.
Ο παφλασμός ακούγεται του αίματος πάνω στο παγωμένο τζάμι.
Δεν είναι κανείς να τ’ ακούσει.
Δεν είναι κανείς να προσπαθήσει να δέσει την πληγή, μήπως και σωθεί κάποτε το κόκκινο, και πως θα μπορέσει ένα παιδί κάποτε να ζωγραφίσει ένα ηλιοβασίλεμα...
Έχω στα χέρια μου κρατημένο ακόμα το κενό πέρασμα των ανθρώπων έξω στον δρόμο.
Στο προσπέρασμα τους.
Οι ηλεκτροφόρες σιωπές τους τυλίγονται έξω απ’ το σπίτι.
Τόσες σιωπές ενάντια σ’ ένα σκοτεινό σπίτι.
Φοβούμαι τους βομβαρδισμούς, έχουμε πόλεμο ακόμα, το είπα κι άλλοτε.
Δεν πίστεψες ποτέ σου όσα έχω γράψει.
Δεν φόρεσες ποτέ κουστούμι και δε προσευχήθηκες ποτέ σ’ έναν έστω δικό σου Θεό.
Τόσα χρόνια δίχως Θεό μέσα σου.
Τόσα χρόνια δίχως εσένα μέσα σου.

Έχω κλείσει του φόβους μου σ’ εκείνο το ντουλάπι, κι αν έχω φυλάξει έναν φόβο εκτός, είναι που έχω ξεχάσει μέσα του τα album των παιδικών μου χρόνων.
Θα με βρουν, θα σημαδέψουν την ηλικία την παιδική μου.
Στο μέτωπο, στο στήθος, στα χέρια.
Εκεί θα χτυπήσουν.
Πάντοτε εκεί χτυπάνε.
Τα πόδια λυγίζουν από μόνα τους, μετά.
Δεν το φοβούμαι πως εκεί θα χτυπήσουν, το γνωρίζω.
Στο κρεβάτι έχω αφήσει μια κουβέρτα διπλωμένη.
Όσα κι φορέσω κρυώνω τελευταία.
Τρέμουν τα χέρια και τα γράμματα βγαίνουν ξινισμένα σα θυμωμένοι γείτονες που χτυπάνε την πόρτα γιατί τους ενοχλεί η ανάσα.
Κ’ η ανάσα μου ολοένα βαραίνει.

Οι ανάγκες μου παραμένουν μ’ εκείνον τον παιδικό αυθορμητισμό μονάχα οι πόνοι ενηλικιώθηκαν.
Έτσι τις νύχτες πονώ.
Κι αγρυπνώ τις περισσότερες φορές.
Κι αγρυπνώντας μετρώ τις μεθόδους καταστολής που εφαρμόζει η μνήμη στην ψυχή μου κι αποτυγχάνουν.
Και κομμάτια της μνήμης με πονούν.
Ένα παρελθοντικό σήμερα με κάνει και λιτανεύω την κάθε μου ώρα.
Δανεικές οι ώρες.

Το παιδικό δωμάτιο έγινε γκαρνταρόμπα.
Για την ακρίβεια δεν έγινε ποτέ δωμάτιο παιδικό.
Δεν λένε ποτέ ψέματα οι σιωπές.
Δε γέλασε ποτέ, ποτέ δεν έκλαψε παιδί εδώ μέσα.
Κι εγώ ακόμα ενήλικη ψυχή έκλαιγα πάντα.
Κι άφηνα σημειώματα στα παλιά ρούχα θαρρείς κάποιος από το παρελθόν τα είχε ξεχάσει.

Η βλακεία μου είναι πως αγάπησα τα παραμύθια.
Ή πιο σωστά η βλακεία μου είναι πως δεν έμαθα τίποτε από τα παραμύθια.
Δεν έμαθα πως σε κάθε τόπο παραμονεύει ένας λύκος κακός.
Βγαίνοντας από το παραμύθι έφαγε τα τρία γουρουνάκια, στρίμωξε την κοκκινοσκουφίτσα κι αφού κατάφερε ν’ αλλάξει όλα τα όμορφα παιδικά μας παραμύθια τώρα παραμονεύει τον κάθε έναν από εμάς.
Και τον συνάντησα.
Δεν αναγνώρισα μήτε το πρόσωπο μήτε το χρώμα.
Έμαθα μόνο να πεθαίνω κάθε φορά μ’ ένα χαμόγελο σφηνωμένο στα χείλη.

Η ανάσα μου έχει τελειώσει.
Μια σκέψη παραπληγική μου λέει πως πάλι θα ζήσω.
Ήταν κάποτε όμορφα εδώ.
Πράσινα, καταπράσινα όλα και τα όνειρα να κυλιούνται σαν παιδιά στο χορτάρι.
Μα τώρα απόμειναν μονάχα οι φόβοι εδώ πέρα, σα μικροί φόνοι γεμίζουν το ημερολόγιο συμβάντων αυτού του σπιτιού.
Θ’ ανάψω μια λάμπα θυέλλης τη στιγμή που θα βραδιάσει.
Έχουν πολύ σκοτεινιάσει οι λαβύρινθοι μου και μπερδεύομαι στα γυρίσματα που κάνουν.
Εκείνο που δεν κατάλαβα ήταν αν νύχτωσε ποτέ πραγματικά ή ήταν που έζησα στο ανύπαρκτο μέσα σου δίχως ελπίδα καμιά…

36 σχόλια:

Ήχος Πλάγιος. Μόνος... είπε...

Η απουσία έχει τη γεύση μιας μέρας συννεφιασμένης.
Θα κινήσω λοιπόν για τις μέρες εκείνες.
Σα να λέμε θα λείπω.
Όσο πρέπει κι όσο χρειάζεται.

katerina είπε...

Bάδισε το μονοπατι της καρδιάς σου ,ήχε μου, μα κράτα αναμένη τη λάμπα θυέλης.Οι θύελες περνούν...αφήνουν ίσως άστεγο τον πόνο...αλλά μάθαμε πια πως υπάρχουν και καταφύγια με παράθυρα να κοιτούν τον ήλιο...

lakis είπε...

Αυτό ακριβώς θα ονόμαζα βιωματική ποίηση. Η ιστορία σχεδόν μιας ζωής. Όμορφα τα λες και γεννάς και μέσα μου ερωτήματα.

..αγγελόσκονη.. είπε...

τώρα που στέγνωσαν τα δάκρυα στα μάτια μου...τώρα που το χαμόγελο εγκαταστάθηκε στα χείλη μου...τώρα που η καρδιά μου χτυπάει δυνατά μόνο για αγάπη...τώρα είδα πως υπάρχουν κάποια παραμύθια χωρίς λύκο!!πήγαινε να βρεις συννεφιασμένες μέρες...κι όταν συναντήσεις τον ήλιο γύρισε πίσω!!θα σε περιμένουμε...!!φιλάκια ήχε...

η ψυχη μου το ξερει είπε...

Μονάχα ο πόνος γεννά τόση ομορφιά!...Στα λόγια,στις σκέψεις,στα μάτια...

Ήχε μου...:)

Ανώνυμος είπε...

Μελετώ τη γραφή σου
Πάει καιρός που
περιεργάζομαι τα σημάδια σου.
Μου μοιάζουν περίπλους
στο γύρω της αλήθειας
που θάβουμε, δίχως τύψεις,
γιατί νομίζουμε ψέμα.
Κάθε που σε μελετώ,
ένα σφύριγμα τρένου με ξυπνά και σταγόνες βροχής στην ψυχή μου
μου δείχνουν το δρόμο για την επιστροφή.
Και γυρίζω.
Ένας κοντορεβυθούλης που προνόησε την επιβολή της φθοράς.

Λίτσα Πατεράκη (poemdrapetis.blogspot.com)

Aurangel είπε...

Παραδίδομαι στον εσωτερικό σου κόσμο!
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ!!!!!!
Angel kiss

ΝΑΪΑΔΑ είπε...

πολυ προσωπικη αναρτηση με πολυ πονο αποτυπωμενη...
τα παραμυθια δεν ξερω κατα ποσο μας διδασκουν μα σιγουρα μας ταξιδευουν...
ο κακος λυκος υπαρχει παντα...μα υπαρχει και η καλη νεραιδα που εμφανιζεται οταν ολα γινονται πια πολυ δυσκολα για να τα αντεξουμε...
νεραιδενια καλησπερα!

Ανώνυμος είπε...

ΗΧΕ ΜΟΥ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙΣ ΚΑΛΑ ΘΑ ΜΑΣ ΛΥΨΕΙΣ.ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΣΟΥ ΤΟΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟ ΔΩΡΟ ΚΑΙ ΣΑΝ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΑΝΤΑΜΩΣΗΣ ΘΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΕ ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΗ ΑΝΑΣΑ ΝΑ ΣΕ ΚΑΛΑ!!

Καπετάνισσα είπε...

Σαν να έβρεχε πάντα.
Μα ο χρόνος, στο δικό του ρυθμό.
Τικ-τακ, τικ-τακ...

Στάλες, ή δείκτες;


Ήχε μου, όπου κι αν γυροφέρνεις, μακριά απ΄την ξηρασία πορεύσου.
Μακριά.

dyosmaraki είπε...

Μοναχά μην αργήσεις...
Γιατί δίχως τη γραφή σου, θα σκοτεινιάσουν οι δικοί μας λαβύρινθοι...

iLiAs είπε...

..κι όταν επιστρέψεις, θα είναι πάλι ήλιος η ψυχή σου.
Να εισαι καλά Ιωάννη.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ είπε...

Πάντα εύθραυστοι οι στίχοι σου , πάντα γεμάτοι συναίσθημα .Είναι αλήθεια ότι διανύουμε μια σκοτεινή εποχή με αμέτρητους λαβύρινθους.Την καλησπέρα μου Ιωάννη.Πρέπει να έχεις και τα γενέθλιά σου αυτές τις μέρες.

nina είπε...

"Έμαθα μόνο να πεθαίνω κάθε φορά μ’ ένα χαμόγελο σφηνωμένο στα χείλη."

Μαρινα ..... είπε...

"θα θελα να σου στειλω μια λευκη κολλα χαρτι"

θα ηθελα να ησουν εδω ψυχή μου....

δεν τελειωνει ποτε η ανασα...
ποτε η δικη σου ανασα...

μονο μπρος προσταζει...

ο πονος....

ο δικος σου πονος γινεται μητρα και γεννα ...ΠΟΙΗΣΗ...


Αχ ψυχή μου....


οταν πονας....
οταν....γραφεις ετσι!!!!!!!!1


ζεις στο υπαρκτο της ελπιδας εντος ....



σε αγαπαω....
πως αλλιως πια ε;;;
σε αγαπαω....

Ανώνυμος είπε...

"Φέρνω κύκλους το κλειδί στην πόρτα φορές πολλές, δυνατά, ν’ ακούγεται στους απ’ έξω το κλείδωμα να μην πλησιάζουν."

Ωστόσο είσαι εκεί.
Ο ήχος θυμίζει οτί είσαι εκεί.

Οι λύκοι..αχ αυτοί οι λύκοι.. δεν βαριέσαι..

άλλαξε παραμύθι..


:)

MARIA ANDREADELLI είπε...

Με το σήμερα νέα αφετηρία ελπιδοφόρα ανάσα ας γεννηθεί!

Χρόνια Πολλά καλέ μας Ήχε! Πάντα ευτυχισμένος και δημιουργικός!

ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ είπε...

NA ΖΗΣΕΙΣ, ΧΡΟΝΙΑ ΣΟΥ ΠΟΛΛΑ,
ΓΕΡΑ ΚΙ’ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ
ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΛΑ
ΝΑ ‘ΧΕΙΣ ΑΠΟΚΤΗΜΕΝΑ!!!

Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές

ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ είπε...

Ο γιος μου βρίσκεται στ' όμορφο νησί σου για μετεκπαίδευση

΄Ετσι απλά... ήθελα να το μοιραστώ μαζί σου.

Περίεργο πράγμα το μπλόγκιν δεν είναι;

Εύχομαι να είσαι καλά.

Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές

Ήχος Πλάγιος. Μόνος... είπε...

Κοιτάζω κάποτε από εκείνους τους φεγγίτες Κατερίνα μου.
Δεν πιστεύεις όμως κι εσύ πως κι εκείνοι δείχνουν μονάχα ένα κομμάτι του ορίζοντα;
Εκείνο που πλησιάζει τάχα ποιος να το βλέπει;

Ήχος Πλάγιος. Μόνος... είπε...

Δε γνωρίζω να πω αν είναι ποίηση αυτό Λάκη.
Άλλες διαδικασίες με ορίζουν όταν γράφω κάτι τέτοιο.
Σημασία όμως έχει το πώς το νιώθει ο άλλος, έτσι δεν είναι;

Ήχος Πλάγιος. Μόνος... είπε...

Αγγελόσκονη μου χαίρομαι για την χαρά σου.
Δε συνάντηση ήλιο όμως είμαι πάλι εδώ.
Να είσαι ευτυχισμένη…!

Ήχος Πλάγιος. Μόνος... είπε...

Μα Ψυχή μου πως αλλιώς θα μπορούσε να είναι;
Στα λόγια, στις σκέψεις, στα όνειρα μα πιο πολύ στις ελπίδες.
Την αγάπη μου σου στέλνω.

Ήχος Πλάγιος. Μόνος... είπε...

Καλώς όρισες Λίτσα.
Αγάπησα τα τρένα κι ακόμα ταξιδεύω μαζί τους.
Κάθε φορά μου αφήνω την ίδια δίψα, την ίδια ομορφιά στις εικόνες της ψυχής.

Σ’ ευχαριστώ πολύ.

Ήχος Πλάγιος. Μόνος... είπε...

Άλλο δεν μπορώ να κάνω Aurangel απ’ το να υποκλιθώ.
Σ’ ευχαριστώ από καρδιάς.

Ήχος Πλάγιος. Μόνος... είπε...

Πέρασαν χρόνια πολλά Ναϊάδα μου για να συναντήσω μια καλή νεράιδα στον δρόμο μου μα υπάρχουν νιώθω καταστάσεις που κι εκείνη δεν έχει την δύναμη να αλλάξει.
Την καληνύχτα μου έχεις.

Ήχος Πλάγιος. Μόνος... είπε...

Φάντασμα μου περί ποιήσεως μίλησα παραπάνω.
Είμαι εδώ πάλι.
Πιο πολύς ή πιο λίγος δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία.

Ήχος Πλάγιος. Μόνος... είπε...

Καπετάνισσα μου τικ τακ τα ρολόγια, τοκ τοκ τα χέρια στις πόρτες του χρόνου, κλάπ κλάπ τα πέταλα του άλογου πάνω στο καλντερίμι.

Όλα τρέχουν γύρω μας κι άραγε να ‘χουμε την δύναμη να τ’ ακολουθήσουμε;

Έτσι έγινε τελικά, με τραυμάτισαν τα υγρά χώματα κι αναγκάστηκα να πορευθώ στην ξηρά.
Σ’ ευχαριστώ.

Ήχος Πλάγιος. Μόνος... είπε...

Δυοσμαράκι μου μονάχα ένας δρόμος οδηγεί στην σιωπή και δεν έχω φθάσει ακόμα εκεί.
Η επιστροφές μας βρίσκουν πάντοτε αλλαγμένους άλλοτε ομορφότερους κι άλλοτε πιο κουρασμένους από πριν.

Ήχος Πλάγιος. Μόνος... είπε...

Ηλία χαρούμενος για την επιστροφή.
Αυτό μονάχα.

Ήχος Πλάγιος. Μόνος... είπε...

Κατερίνα μου ήταν στις δεκαπέντε, δυο μέρες πρίν.
Δεν τα ξεχνάς ποτέ βλέπω.

Έτσι είναι, και κάπως αργά ανακαλύπτουμε πως ο μίτος που κρατούμε στα χέρια είναι λειψός κι όχι απλά κομμένος.

Να είσαι καλά.

Ήχος Πλάγιος. Μόνος... είπε...

Καλώς όρισες Μίνα.
Ο ορισμός κάποιων στιγμών μας, δε βρίσκεις;

Ήχος Πλάγιος. Μόνος... είπε...

Μαρίνα μου αγαπημένη τι να πω κι εγώ για την ποίηση;
Τι να πω για την μήτρα που γεννά και με κάνει να κλαίω;

Ελπίζω μονάχα κάποτε να μη συντρέχουν λόγοι για να γράψω, αν είναι πια εφικτό, και το γνωρίζεις καλά.

Σε φιλώ καρδιά μου.

Ήχος Πλάγιος. Μόνος... είπε...

Πάντοτε είμαι εκεί Alpiega, είμαστε όλοι εκεί.
Αμετακίνητοι, προσμένοντας.
Κάτι θα κόψουν πάλι οι λύκοι, κάτι πάλι θα σώσουμε από τα δόντια τους.
Κάποτε όμως κουράζει τούτο το κυνήγι.

Καλώς όρισες.

Ήχος Πλάγιος. Μόνος... είπε...

Μαρία μου.
Σ’ ευχαριστώ από καρδιάς.
Ότι επιθυμείς κι εσύ για την ζωή σου.

Ήχος Πλάγιος. Μόνος... είπε...

Ευχαριστώ πολύ Γλαρένια μου.
Να χαίρεσαι την οικογένεια σου.
Κάθε ευτυχία σας εύχομαι.

Πραγματικά όμορφη η Σάμος, και καλοκαιρινή όπως μαθαίνω.
Είναι από τα νησιά που πρέπει να κάθεσαι και μέχρι τα μέσα του Νοέμρη.
Σε μαγεύει.

Καλά έκανες!
Και ναι παράξενο είναι, και η ανάγκη μας πολλές φορές για να μιλήσουμε, να βγούμε και λίγο παραέξω.
Καλά έκανες και σ’ ευχαριστώ!
Κρίμα να μην είμαι εκεί να σου τον «περιποιηθώ» λιγάκι.

; ))))))))))