Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

Κοιμάσαι, κι έχεις έναν πόνο, λες

Κοιμάσαι, κι έχεις έναν πόνο, λες, στα όνειρα σου.

Γέρνω ανάμεσα σ’ εκείνον και σε σένα.

Γέρνω ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ όσα θυμάσαι.

  

Έχω χάσει το χαμόγελο μου.

 

Με συναντώ τα πρωινά του Σαββάτου στην λαϊκή

παιδί μικρό μ’ ένα ποδήλατο που έχουν ξεφουσκώσει τα λάστιχα του.

Μισό το παιγνίδι

και μισώ τις άδειες απο εκείνο σελίδες των καλοκαιρινών ημερολογίων.

 

Μαθαίνω ξανά την αλφαβήτα

προσπαθώ να κατανοήσω πώς γίνεται

εικοσιτέσσερα γράμματα να με κλείνουν σ’ εν’ άδειο δωμάτιο

να συνθέτουν λέξεις κλειδιά

όπως «Μοναξιά»

που ανοίγουν για να μπεις

αφήνοντας κλειδωμένη την έξοδο.

 

Παιδί μικρό είμαι

με μια σάκα ριγμένη στον ώμο

δεν έμαθα ακόμα

πόσο δύσκολο είναι να ξεστομίσεις κάποιες λέξεις

πώς δύσκολο είναι να ακούσεις κάποιες άλλες.

 

Κοιμούμαι, κι έχω έναν πόνο στα όνειρα μου.

Έχω χάσει το χαμόγελο, τις φωτογραφίες που χαμογελώ

τα παιδικά μου παιγνίδια τα έχω χαρίσει.

 

Κοιμάσαι, κι έχεις έναν πόνο λες στα όνειρα σου.

 

Ήθελα να ‘μαι ένα παιδί στα ανοιχτά σου χέρια μα

δε θυμούμαι πια πώς να κάνω κάτι τέτοιο.

4 σχόλια:

candy's τετραδιάκι είπε...

:(

Bουλα. είπε...

Κοιμούμαι, κι έχω έναν πόνο στα όνειρα μου.

Ήχος Πλάγιος. Μόνος... είπε...

Κι όμως, Candy, αγαπημένη μου, έτσι γίνονται κάποτε τα όνειρα, για λίγο, για όσο...

Και τότε τι κάνεις;
Τότε τι κάνεις που βρίσκουν τρόπο εκείνες οι λέξεις κλειδιά και μπαίνουν στα χέρια σου;

Φταίει τάχα η αισιοδοξία του ανθρώπου;

Παιδί μικρό είμαι ακόμα.
Σ’ εκείνη την σάκα στον ώμο έχω κλείσει και τις ζωγραφιές μου.

Θέλεις να σου τις δείξω;

Ήχος Πλάγιος. Μόνος... είπε...

Και να ήταν μόνο ένας Βούλα μου...