…
Ήρθες πλάι μου δυο βράδια μετά.
Τυλίχθηκα στις φούχτες των χεριών σου, γυρεύοντας να βρουν ανάσα τα δάκρυα μου, κι ανάσαναν βαθιά, ανάσα δανεική από τα δικά σου στήθη, δροσερή, να προστατεύει τα πέλματα σε δρόμους πυρωμένους.
Ζήτησα να μου πεις πως γράφεται το ελπίζω πάνω στ’ αστέρια, τι χρώμα αποκτά ο ουρανός στα μάτια εκείνου που ελπίζει, τι χρώμα όταν η κούραση έχει γεράσει και ραγίσει τα βήματά σου…
Ένιωσα ναό τη μορφή σου, με κινήσεις αργές άναψα πέντε κεριά.
Στάθηκα με τις γυναίκες.
Μου έλαχε ένα ξύλινο παλιό στασίδι μα δε μ’ ένοιαξε το τρίξιμο του.
Έπεσα στα γόνατα να προσκυνήσω, κι αν είναι για κάτι που το έκανα πιο πολύ, ήταν για το λίγωμα του αγέρα στο προσκεφάλι σου.
Ακόμα και τούτο κατάφερνες, να φθάνει ο άνεμος λιγωμένος από τα δικά σου στα δικά μου στήθη.
Κι έφθανε αφήνοντας κάθε αγωνία να χαθεί, κάθε δισταγμό.
Πήρες να μετράς με το δάχτυλο τ’ αστέρια.
Μου έδειξες που αρχίζουν και που τελειώνουν οι αστερισμοί, που αρχίζουν και που τελειώνουν οι ευχές.
Οι ευχές μας.
Ένιωσα μία να θέλει να δραπετεύσει από τα χείλη μου, «να τυλίγομαι στου στήθους σου τις λίμνες να ζεσταίνομαι, τα δάκρυα σου με τα στήθη μου ν’ απορροφήσω άλλο να μην πονάς», άκουσες την ψυχή μου να φωνάζει μέσα απ’ τα χείλη που ταξίδευαν στη σιωπή.
Χαμογέλασες.
Μ’ έκρυψες πιο βαθιά στην αγκαλιά σου, τα χείλη μου βαθύτερα.
Αφεθήκαμε σ’ ένα ταξίδι σωμάτων και ψυχών δίχως να γνωρίζουμε ποιος ο οδηγός και ποιος ο οδηγούμενος, μήτε και που μας ένοιαζε.
Μείναμε να λιμνάζουμε ο ένας στον αγιασμένο ιδρώτα του άλλου ώσπου καθρέφτισε πάνω του το πρόσωπο του ο ήλιος.
Μήτε που φάνηκε το πέρασμα της νύχτας στο παίξιμο των ματιών.
…