Εκείνος, βέβαια, είχε καθίσει πολύ καιρό πλάι σ’ ένα τζάκι που έκαιγε.
Ήταν πάντα απόγευμα καλοκαιριού στον τόπο του και το σπίτι τ’ αγκάλιαζε η θάλασσα.
Στέκουνταν μπροστά σε μια τζαμαρία, μήτε αγέρας έμπαινε μήτε άμμος, άφηνε το βλέμμα ν’ αλυχτά πάνω στα κύματα.
Ήταν μια θάλασσα φωτιά το βλέμμα του…
Ήταν πάντα απόγευμα καλοκαιριού στον τόπο του και το σπίτι τ’ αγκάλιαζε η θάλασσα.
Στέκουνταν μπροστά σε μια τζαμαρία, μήτε αγέρας έμπαινε μήτε άμμος, άφηνε το βλέμμα ν’ αλυχτά πάνω στα κύματα.
Ήταν μια θάλασσα φωτιά το βλέμμα του…
6 σχόλια:
ΗΧΕ ΜΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΓΙΑΤΙ ΑΛΛΑ ΠΑΝΤΑ ΣΚΟΤΩΝΑΝ ΤΕΤΟΙΕΣ ΩΡΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ,ΜΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΝΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΑ ΣΠΑΣΩ ΟΛΑ ΑΛΛΑ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΝΩ ΣΤΗΝ ΑΔΡΑΝΕΙΑ ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΣΗΜΑΣΙΑ.ΚΑΛΗ ΣΟΥ ΜΕΡΑ ΠΟΙΗΤΗ
Άραγε,χωρίς την τζαμαρία, ποια θάλασσα απ' τις δυο θα επικρτούσε;
Καλησπέρα,Ήχε:)
Κλειστοφοβικό το τοπίο σου, ναι;; Καλησπέρα..
Καλή σου νύχτα Φάντασμά μου κι αν το επιθυμείς σπάστα όλα.
Όλα τα εντός σου κάνε τα κομμάτια, εσύ όμως μην επιτρέψεις σε άλλον να το κάνει, για να έχεις την ευθύνη και προπαντός, εκεί στην αναστύλωση, εσύ να κάνεις το σχέδιο, εσύ να βάλεις τα πράγματα στη θέση τους…
Ψυχή μου εκείνη που μπορεί πιο βαθιά να μας φθάσει.
Πάντοτε εκείνη κερδίζει.
Για κάποιον λόγω παράξενο πάντα εκείνη θα μας κερδίζει.
Ναι Sourgeal μου.
Έτσι γίνεται όταν κάτι καρφιτσώνεται στην ψυχή.
Ε; έτσι δεν είναι;
Δημοσίευση σχολίου