«Μου γνέφουν» είπες κι έγειρες πλάι, στο παράθυρο του τρένου.
Σου γνέφουν πάλι αλλού.
Ντύθηκες και το κίτρινο σου φόρεμα, ίδια νεράιδα απόψε.
Χαμογελούσες μα η λέξη πονώ ή πιο παθιασμένα η λέξη πονάω έφτανε στα χείλη μα δε γλιστρούσε.
Καλή η περηφάνια, μάτια μου, μα κάποτε σκοτώνει.
Σε πήρε μαζί του το τρένο.
Εσένα, και τη ζωή σου πήρε, και την σήκωσε τούτη την τελευταία.
Την χώρισε στα δύο.
Στη ζωή μαζί του και στη ζωή δίχως αυτόν.
Η μεν πρώτη ένα κενό.
Ένα απέραντο και μαύρο κενό.
Όπως οι ασέληνες νύχτες του Αυγούστου.
Εκείνες οι νύχτες δηλαδή, που θα καθίσεις απέναντι από τον καθρέφτη σου και θα κοιτάξεις μέσα του την δεύτερη ζωή σου, εκείνη, την δίχως εκείνον.
Καθρέφτη καθρεφτάκι μου δε θα πεις, μα θα σκουπίσεις πάλι τα δάκρια και θα προσπαθήσεις να καλλωπίσεις το αγγελικό σου πρόσωπο.
Θα περάσεις σκιά στα μάτια, λίγο ρουζ στα μάγουλα, ένα απαλό κραγιόν, θα ξεκρεμάσεις το ανοιξιάτικο ή λόγο περιόδου το καλοκαιρινό σου χαμόγελο, θα στηθείς μπροστά στο μικρόφωνό σου και θα πεις την πιο γλυκιά σου καλημέρα.
Θα πεις για τον καιρό, ηλιοφάνεια και σήμερα, καύσωνας.
Μα το δελτίο καιρού στους μέσα σου κόσμους δείχνει πάλι βροχή.
Η ζωή σου δίχως αυτόν είναι τούτη η βροχή.
Σε παίρνουν μακριά τα δάκρυα.
Λίγες ημέρες ακόμα και διακοπές μαζί του.
Άραγε σ’ εκείνη την μηχανή, με το σαγόνι ακουμπισμένο στον ώμο του;
Διακοπές από τι;
Δεν διακόπτεται το δάκρυ, κορίτσι μου, τούτο είναι σαν το ποτάμι που όλο κυλά και κυλά κι αν κάποτε σταθείς τυχερός άνθρωπος και πέσεις σε ανομβρία, τότε την γλύτωσες, στέρεψε το ποτάμι, πια δεν υπάρχει κάτι για να κυλήσει.
Τώρα πες μου.
Κοίταξε ψηλά και πες μου τι χρώμα έχει ο ήλιος, τι χρώμα έχουν τα λουλούδια στον κήπο, τι άρωμα έχουν.
Ανοιγόκλεισε τα χέρια αν βρεις τα προηγούμενα και πες μου αν μπορείς να πετάξεις…
Σ’ εσένα, π’ αλλάξαμε ρόλους το πρωί.
Που παρόλο τον πόνο σου είχες ένα χαμόγελο να μου αφήσεις στις εικόνες που θα πάρω φεύγοντας μακριά.
Σου γνέφουν πάλι αλλού.
Ντύθηκες και το κίτρινο σου φόρεμα, ίδια νεράιδα απόψε.
Χαμογελούσες μα η λέξη πονώ ή πιο παθιασμένα η λέξη πονάω έφτανε στα χείλη μα δε γλιστρούσε.
Καλή η περηφάνια, μάτια μου, μα κάποτε σκοτώνει.
Σε πήρε μαζί του το τρένο.
Εσένα, και τη ζωή σου πήρε, και την σήκωσε τούτη την τελευταία.
Την χώρισε στα δύο.
Στη ζωή μαζί του και στη ζωή δίχως αυτόν.
Η μεν πρώτη ένα κενό.
Ένα απέραντο και μαύρο κενό.
Όπως οι ασέληνες νύχτες του Αυγούστου.
Εκείνες οι νύχτες δηλαδή, που θα καθίσεις απέναντι από τον καθρέφτη σου και θα κοιτάξεις μέσα του την δεύτερη ζωή σου, εκείνη, την δίχως εκείνον.
Καθρέφτη καθρεφτάκι μου δε θα πεις, μα θα σκουπίσεις πάλι τα δάκρια και θα προσπαθήσεις να καλλωπίσεις το αγγελικό σου πρόσωπο.
Θα περάσεις σκιά στα μάτια, λίγο ρουζ στα μάγουλα, ένα απαλό κραγιόν, θα ξεκρεμάσεις το ανοιξιάτικο ή λόγο περιόδου το καλοκαιρινό σου χαμόγελο, θα στηθείς μπροστά στο μικρόφωνό σου και θα πεις την πιο γλυκιά σου καλημέρα.
Θα πεις για τον καιρό, ηλιοφάνεια και σήμερα, καύσωνας.
Μα το δελτίο καιρού στους μέσα σου κόσμους δείχνει πάλι βροχή.
Η ζωή σου δίχως αυτόν είναι τούτη η βροχή.
Σε παίρνουν μακριά τα δάκρυα.
Λίγες ημέρες ακόμα και διακοπές μαζί του.
Άραγε σ’ εκείνη την μηχανή, με το σαγόνι ακουμπισμένο στον ώμο του;
Διακοπές από τι;
Δεν διακόπτεται το δάκρυ, κορίτσι μου, τούτο είναι σαν το ποτάμι που όλο κυλά και κυλά κι αν κάποτε σταθείς τυχερός άνθρωπος και πέσεις σε ανομβρία, τότε την γλύτωσες, στέρεψε το ποτάμι, πια δεν υπάρχει κάτι για να κυλήσει.
Τώρα πες μου.
Κοίταξε ψηλά και πες μου τι χρώμα έχει ο ήλιος, τι χρώμα έχουν τα λουλούδια στον κήπο, τι άρωμα έχουν.
Ανοιγόκλεισε τα χέρια αν βρεις τα προηγούμενα και πες μου αν μπορείς να πετάξεις…
Σ’ εσένα, π’ αλλάξαμε ρόλους το πρωί.
Που παρόλο τον πόνο σου είχες ένα χαμόγελο να μου αφήσεις στις εικόνες που θα πάρω φεύγοντας μακριά.