στην Βαλάνη
Άλλαξαν τα χρόνια μας.
Ένα μικρό κουβάρι κρατώ στα χέρια να πλέξω μάλλινα ρούχα για τα παιδιά.
Ξυπνώ, και με φωνάζουν μάνα.
Δεν ένιωσα ομορφότερα ποτέ.
Πέρασα από ‘να κατάστημα προχθές, αγόρασα δύο μικρά ζευγάρια παπούτσια.
Αχ! Να τα ‘βλεπες, η μισή μου παλάμη ήταν.
Τ’ ακούμπησα στο προσκέφαλό τους.
Πήραν μια χαρά σαν τα είδαν.
Τέτοιες χαρές με κάνουν ευτυχισμένη.
Ξυπνάω τα πρωινά κι έχω την έγνοια τους.
Στο δωμάτιο τρέχω, είναι πράγματι αληθινά όλα τούτα που νιώθω.
Οι μικροί μου άγγελοι κοιμούνται ακόμα, πάει καιρός που έπαψαν να ξυπνούν στο μεσονύχτι αναζητώντας την άκρη του στήθους μου να ξεδιψάσουν την ανάγκη τους.
Χαμογελούν.
Κλέβω λίγη από τούτη την ομορφιά.
Η ψυχή τους, ψυχή μου, μοιάζει πραγματικά με των αγγέλων.
Παίρνουν το χρώμα των αστεριών τα μάτια τους.
Καμιά φορά, όταν κάνει η απελπισία να μ’ αγκαλιάσει,
θυμούμαι τα μάτια αυτά.
Κρατιέμαι δυνατά από ένα τους δάκρυ και συνεχίζω.
απο το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος... δεύτερη γραφή