Στάθηκε στη βροχή και στην νύχτα ανάμεσα.
Βρήκε με δυσκολία άδειο ταξί να επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε πριν βρεθεί στο κέντρο.
Παραλίγο δώδεκα όταν ξεκλείδωσε.
Βρήκε την θέση της στο πάτωμα η τσάντα, η ομπρέλα στο νιπτήρα για να μπει σε μια μπανιέρα μικρή καθώς εκείνη χτένιζε τα φρεσκολουσμένα της μαλλιά.
Ντύθηκε το ταιριαστό με το σώμα κοριτσίστικο νυχτικό της κι αποκοιμήθηκε έχοντας ένα βιβλίο φυλαγμένο στην αγκαλιά της.
Μικρό αυτόφωτο αστέρι φάνταζε στην αγκαλιά ενός φωτισμένου ουρανού κι έτσι καθώς τα μαλλιά της μπλέκονταν μεταξύ τους μέχρι λίγο πιο κάτω από τους ώμους, έμοιαζαν ανάμεσα τους να παίζουν οι αχτίδες του φεγγαριού…
Άφησε ένα χαμόγελο στο βλέμμα του τρυφερού Απριλιάτικου πρωινού ήλιου.
Όλα φώναζαν την παρουσία τους, τα βιβλία, οι μουσικές, οι φωτογραφίες, τα ριγμένα στην καρέκλα ρούχα.
Μια σιωπή μονάχα αντηχούσε περισσότερο από κάθε ήχο άλλο.
Μια απουσία απέραντη όσο το σεληνόφως την νύχτα.
Μέρα τη μέρα μερεύουν και οι σιωπές στα στήθη.
Κι ας φλέγονται, μόνο εκείνα γνωρίζουν και μόνο εκείνα επιλέγουν ποτέ θα ανασύρουν από τα βάθη τις φλόγες.
Νύχτα τη νύχτα, προσευχή την προσευχή φθάνουν όσα πρόσμενες καμιά φορά.
Καμιά φορά πάλι, έτσι καθώς φθάνουν, ανεβάζουν σημαία πειρατική και μ’ ένα ρεσάλτο σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμα τους.
Δακρύζουν οι προσευχές, θολώνουν τα μάτια, τρέμουν τ’ απομεσήμερο τα χέρια πάνω στο λευκό χαρτί, πάνω στ’ ανοιχτό βιβλίο.
Στάθηκε στη βροχή των ματιών και στη νύχτα ανάμεσα.
Βρήκε με δυσκολία το μαντήλι να σκουπίσει το πρόσωπο.
Παραλίγο ξημέρωμα την βρήκε στο τέλος της προσευχής.
Βρήκαν οι απαντήσεις τα χείλη να λεχθούν, βρήκαν τα δάκρυα χώρο κι άλλο στα μάτια να χορέψουν.
Κρύφθηκε στην μπανιέρα, χάθηκε σχεδόν μέσα της.
Ντύθηκε εκείνο το κοριτσίστικο νυχτικό της.
Περίσσευαν τα χέρια, περίσσευαν τα πόδια.
Άρχισε να τρέχει μέσα στην νύχτα.
Η γύμνια τ’ ουρανού παρέδιδε στο σκοτάδι τα βήματα της, τα όνειρα, τις σιωπές της.
Άφησε ένα δάκρυ στο ψυχρό δρεπάνι του Θεριστή.
Εκείνος είχε το χρυσό κλέψει από τους κάμπους, μόνο κομμένα σπαρτά που τώρα έκαιγαν τις ρίζες τους απέμειναν.
Αποπνικτική η οσμή, δρεπανηφόρο το μάσημα της φωτιάς τριγύρω.
Νύχτα τη νύχτα σπαράζουν οι σιωπές στα στήθη.
Κι ας μη φλέγονται εκείνα παρά μόνο στο κρυφτό τους με το πλήθος.
Δακρύζουν τα μάτια στις προσευχές.
Τα βήματα ματώνουν.
Στέκεται στο φώς και στην αλήθεια του Ανθρώπου ανάμεσα.
Η δική της αλήθεια.
Η μόνη πραγματική αλήθεια.
Η γύμνια του ρολογιού ράγισε στα δύο τον χρόνο.
Κάθισε αριστερά εκείνος που την πόνεσε.
Δεξιά της, το μυστικό της ζωής…
Βρήκε με δυσκολία άδειο ταξί να επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε πριν βρεθεί στο κέντρο.
Παραλίγο δώδεκα όταν ξεκλείδωσε.
Βρήκε την θέση της στο πάτωμα η τσάντα, η ομπρέλα στο νιπτήρα για να μπει σε μια μπανιέρα μικρή καθώς εκείνη χτένιζε τα φρεσκολουσμένα της μαλλιά.
Ντύθηκε το ταιριαστό με το σώμα κοριτσίστικο νυχτικό της κι αποκοιμήθηκε έχοντας ένα βιβλίο φυλαγμένο στην αγκαλιά της.
Μικρό αυτόφωτο αστέρι φάνταζε στην αγκαλιά ενός φωτισμένου ουρανού κι έτσι καθώς τα μαλλιά της μπλέκονταν μεταξύ τους μέχρι λίγο πιο κάτω από τους ώμους, έμοιαζαν ανάμεσα τους να παίζουν οι αχτίδες του φεγγαριού…
Άφησε ένα χαμόγελο στο βλέμμα του τρυφερού Απριλιάτικου πρωινού ήλιου.
Όλα φώναζαν την παρουσία τους, τα βιβλία, οι μουσικές, οι φωτογραφίες, τα ριγμένα στην καρέκλα ρούχα.
Μια σιωπή μονάχα αντηχούσε περισσότερο από κάθε ήχο άλλο.
Μια απουσία απέραντη όσο το σεληνόφως την νύχτα.
Μέρα τη μέρα μερεύουν και οι σιωπές στα στήθη.
Κι ας φλέγονται, μόνο εκείνα γνωρίζουν και μόνο εκείνα επιλέγουν ποτέ θα ανασύρουν από τα βάθη τις φλόγες.
Νύχτα τη νύχτα, προσευχή την προσευχή φθάνουν όσα πρόσμενες καμιά φορά.
Καμιά φορά πάλι, έτσι καθώς φθάνουν, ανεβάζουν σημαία πειρατική και μ’ ένα ρεσάλτο σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμα τους.
Δακρύζουν οι προσευχές, θολώνουν τα μάτια, τρέμουν τ’ απομεσήμερο τα χέρια πάνω στο λευκό χαρτί, πάνω στ’ ανοιχτό βιβλίο.
Στάθηκε στη βροχή των ματιών και στη νύχτα ανάμεσα.
Βρήκε με δυσκολία το μαντήλι να σκουπίσει το πρόσωπο.
Παραλίγο ξημέρωμα την βρήκε στο τέλος της προσευχής.
Βρήκαν οι απαντήσεις τα χείλη να λεχθούν, βρήκαν τα δάκρυα χώρο κι άλλο στα μάτια να χορέψουν.
Κρύφθηκε στην μπανιέρα, χάθηκε σχεδόν μέσα της.
Ντύθηκε εκείνο το κοριτσίστικο νυχτικό της.
Περίσσευαν τα χέρια, περίσσευαν τα πόδια.
Άρχισε να τρέχει μέσα στην νύχτα.
Η γύμνια τ’ ουρανού παρέδιδε στο σκοτάδι τα βήματα της, τα όνειρα, τις σιωπές της.
Άφησε ένα δάκρυ στο ψυχρό δρεπάνι του Θεριστή.
Εκείνος είχε το χρυσό κλέψει από τους κάμπους, μόνο κομμένα σπαρτά που τώρα έκαιγαν τις ρίζες τους απέμειναν.
Αποπνικτική η οσμή, δρεπανηφόρο το μάσημα της φωτιάς τριγύρω.
Νύχτα τη νύχτα σπαράζουν οι σιωπές στα στήθη.
Κι ας μη φλέγονται εκείνα παρά μόνο στο κρυφτό τους με το πλήθος.
Δακρύζουν τα μάτια στις προσευχές.
Τα βήματα ματώνουν.
Στέκεται στο φώς και στην αλήθεια του Ανθρώπου ανάμεσα.
Η δική της αλήθεια.
Η μόνη πραγματική αλήθεια.
Η γύμνια του ρολογιού ράγισε στα δύο τον χρόνο.
Κάθισε αριστερά εκείνος που την πόνεσε.
Δεξιά της, το μυστικό της ζωής…
10 σχόλια:
Πάντα με γοήτευε να μπορώ να έρθω στην θέση του άλλου.. να νιώσω πως νιώθει.. να χαρώ όπως χαίρεται και να πονώ όπως πονάει.. Προσπάθησα να το τηρήσω στη ζωή μου... Εσύ όμως σ' αυτό είσαι χαρισματικός... βιώνεις καταστάσεις και τις περνάς το ίδιο δυνατά και στους αναγνώστες σου...
Πολύ δυνατό κι αληθινό το κείμενο σου ήχε μου... με συνεπήρε...
Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού να έχεις
με αγάπη ***
Τούτη είναι η εικονική πραγματικότητα που καμιά φορά δημιουργεί από ερεθίσματα η ψυχή μου και καμιά φορά ξεχνιέμαι εκεί…
Αν πράγματι τα καταφέρνω θα ήθελα να μην μπορώ.
Θα ήθελα απλά να μπορώ να τους καταλάβω, όχι αυτό.
Η ζωή μας αλλάζει μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα…
Τα καλοκαίρια κάποτε μας βρίσκουν μόνος, λυπημένους και προβληματισμένους, άλλοτε χαρούμενους και ξέγνοιαστους…
Εύχομαι να σ’ ανταμώσει εκείνο το όμορφο, Μαργαρίτα μου, που παραμονεύει στα καλοκαίρια όλους μας και για κάποιους διαρκεί μια ζωή ολόκληρη.
Η αγάπη μου δεδομένη πια.***
Οι σιωπές μα και οι απουσίες σκίζουν στα δυό του χρόνου το εκκρεμές
Και παιχνίδια περίεργα σου παίζουν.Επιλέγοντας αυτές τον χρόνο που θα φανερωθούν
Για να μιλήσουν.Για να σε ματώσουν
Για να σε σκοτώσουν
Ή
για να σε πεισμώσουν ότι πρέπει να ζήσεις...
Όμορφη να ΄ναι η νύχτα σου
Όλα καλά κι όλα όμορφα.
Έλα όμως τώρα και λύσε μου την απορία.
"Π εις την Ν";; Τι εστί τούτο; Αν όχι από εδώ από κοντά. Δεσμεύσου.
υ.γ. "κατσικίσια" της σελήνης η γεύση απόψε και καθόλου δε μ' άρεσε. Αυτό να μην το έχουμε στο μαναβικάκι μας.
Τη ζωή, την ψυχή μας σχίζουν στα δύο, στα οκτώ, στα χίλια…
Μικρές καθημερινές αποκαλύψεις συντελούνται γύρω μας σα θαύματα μικρά.
Εμείς τι από όλα αυτά μπορούμε να δούμε;
Όμορφο απόγευμα να έχεις Anima μου.
Καναρίνι μου, έχω στα ράφια βάλει καρπούζινα χαμόγελα, φεγγάρια πεπόνια, βανίλιες δάκρυα ευτυχίας, σταφύλια τραγανά ημέρες καλοκαιριού…
Δεσμεύσου πως τέρμα τα πειράματα με γεύσεις που καταστρέφουν τον ουρανίσκο…
Νύχτα τη νύχτα σπαράζουν οι σιωπές στα στήθη.
Αμάν αυτές οι σιωπές..
Σε ησυχία δε μας αφήνουν...
Μάλλον λάθος...
Σε ησυχία μας αφήνουν και γεννούν μεγάλες ανησυχίες..
Καλό βράδυ.
Άλλωστε εκείνα που μας ξεσκίζουν πραγματικά της ψυχή Jacki γλυκιά μου, είναι εκείνα που δεν τα ακούμε καθώς έρχονται, που το πρόσωπο τους αγνοούμε…
Έχουμε δρόμο πολύ ακόμη για το βράδυ… και ποιος μας σώζει μέχρι τότε…
Μήπως τελικά το μυστικό της ζωής είναι μακριά από όλα εκείνα που ενώ τα αγαπήσαμε εκείνα μας πόνεσαν; Μήπως αυτή είναι η αλήθεια;
Καλησπέρα
Πάντοτε μακριά είναι Μαρία μου.
Πάντοτε!
Δημοσίευση σχολίου