Δε μέτρησε μήτε μια του φορά τα βήματα…
Άναψε πέντε κεριά κι έτσι γαληνεμένος που ήταν άρχισε να ανηφορίζει.
«Θεέ μου» έλεγε, κι άφηνε την επιθυμία να κυλιστεί κάτω απ’ τα σύγνεφα μέχρι να βρει εκείνη κάποιο κενό ανάμεσα τους ώστε να τα προσπεράσει.
Η σύντροφος του έφθασε λίγο μετά, τον αγκάλιασε τρυφερά στους ώμους αφήνοντας ελαφρά τα σημάδια της στο πρόσωπο του.
Όταν εκείνος κρύφθηκε στο παλιό κτήριο που βρέθηκε μπροστά του ξέσπασε εκείνη …
Άφηνε σε λίμνες τα δάκρυα της, μούσκεψε κάθε έναν που πήγαινε να τον συναντήσει.
Στάθηκε για λίγο εκείνος κάτω από το κεφαλόπορτο, έβλεπε τούτο το ταξίδι του νερού πάνω στο οδόστρωμα και τους ανθρώπους…
Πριν ξεκλειδώσει, ένοιωσε την μοναξιά να περιμένει στο ψυχρό του δωμάτιο.
Ευλαβικά δίπλωσε τα ρούχα ταχτοποιώντας τα παράλληλα στην παλιά ντουλάπα.
Πριν κλέψουν την ύπαρξη του σκοτάδι και ύπνος φανερώθηκε στα μάτια του εμπρός το πρόσωπο της Αγίας.
Απαράλλαχτο από εκείνο που συνάντησε στο παλιό κτήριο την ώρα της καταιγίδας.
Μέτρησε ξανά και ξανά τα χαρτιά του.
Κάποια σελίδα ένιωθε πως έλειπε παρόλο που η αρίθμηση ήταν σωστή.
Είχε πια ζεστάνει ο καιρός, τις σελίδες του είχε στο πλάι αφήσει και ταξίδευε πότε στην χαρά πότε στην λύπη.
Ένιωθε την ανάγκη να ζωγραφίσει το πρόσωπο εκείνης της Αγίας.
Άρχισε να προσεύχεται κι όταν δεν το μπορούσε να γράφει τις προσευχές του.
Ένιωσε την Αγία του να δακρύζει.
«Γιατί;» ρώτησε, «γιατί τα μάτια με τα δάκρυα καθαρίζουν την ψυχή» του άφησε μιαν απάντηση στο προσκεφάλι.
Δάκρυσε κι εκείνος.
Λίγος μέσα στο λίγο του.
Μόνος μέσα στο απέραντο του.
Εξομολογήθηκε.
Ένιωσε ένα Φώς να τον κατακλύζει.
Βρήκε μέσα του τις αλήθειες της ύπαρξης του.
Δάκρυζε εκείνη.
Ολοένα περισσότερο, ολοένα πιο πολύ την έκλεισε στις προσευχές της.
Σκόνταψε στις ίδιες του τις προσευχές εν’ απόγευμα.
Πως είναι να κλέβεις την αγιότητα του ανθρώπου που έμαθε για εκείνη να προσπαθεί;
Έχασε τον παράδεισο εντός του αναζητώντας έναν Άγγελο ή μιαν Αγία μορφή για να μπορέσει να ανασάνει.
Πιο αμαρτωλός από τους αμαρτωλούς, πιο έρημος από τις ερήμους.
«Τα Δώρα της Ερήμου» που ξέθαψε η αμαρτία του, προσεύχεται τώρα να κατανοήσει…
Άναψε πέντε κεριά κι έτσι γαληνεμένος που ήταν άρχισε να ανηφορίζει.
«Θεέ μου» έλεγε, κι άφηνε την επιθυμία να κυλιστεί κάτω απ’ τα σύγνεφα μέχρι να βρει εκείνη κάποιο κενό ανάμεσα τους ώστε να τα προσπεράσει.
Η σύντροφος του έφθασε λίγο μετά, τον αγκάλιασε τρυφερά στους ώμους αφήνοντας ελαφρά τα σημάδια της στο πρόσωπο του.
Όταν εκείνος κρύφθηκε στο παλιό κτήριο που βρέθηκε μπροστά του ξέσπασε εκείνη …
Άφηνε σε λίμνες τα δάκρυα της, μούσκεψε κάθε έναν που πήγαινε να τον συναντήσει.
Στάθηκε για λίγο εκείνος κάτω από το κεφαλόπορτο, έβλεπε τούτο το ταξίδι του νερού πάνω στο οδόστρωμα και τους ανθρώπους…
Πριν ξεκλειδώσει, ένοιωσε την μοναξιά να περιμένει στο ψυχρό του δωμάτιο.
Ευλαβικά δίπλωσε τα ρούχα ταχτοποιώντας τα παράλληλα στην παλιά ντουλάπα.
Πριν κλέψουν την ύπαρξη του σκοτάδι και ύπνος φανερώθηκε στα μάτια του εμπρός το πρόσωπο της Αγίας.
Απαράλλαχτο από εκείνο που συνάντησε στο παλιό κτήριο την ώρα της καταιγίδας.
Μέτρησε ξανά και ξανά τα χαρτιά του.
Κάποια σελίδα ένιωθε πως έλειπε παρόλο που η αρίθμηση ήταν σωστή.
Είχε πια ζεστάνει ο καιρός, τις σελίδες του είχε στο πλάι αφήσει και ταξίδευε πότε στην χαρά πότε στην λύπη.
Ένιωθε την ανάγκη να ζωγραφίσει το πρόσωπο εκείνης της Αγίας.
Άρχισε να προσεύχεται κι όταν δεν το μπορούσε να γράφει τις προσευχές του.
Ένιωσε την Αγία του να δακρύζει.
«Γιατί;» ρώτησε, «γιατί τα μάτια με τα δάκρυα καθαρίζουν την ψυχή» του άφησε μιαν απάντηση στο προσκεφάλι.
Δάκρυσε κι εκείνος.
Λίγος μέσα στο λίγο του.
Μόνος μέσα στο απέραντο του.
Εξομολογήθηκε.
Ένιωσε ένα Φώς να τον κατακλύζει.
Βρήκε μέσα του τις αλήθειες της ύπαρξης του.
Δάκρυζε εκείνη.
Ολοένα περισσότερο, ολοένα πιο πολύ την έκλεισε στις προσευχές της.
Σκόνταψε στις ίδιες του τις προσευχές εν’ απόγευμα.
Πως είναι να κλέβεις την αγιότητα του ανθρώπου που έμαθε για εκείνη να προσπαθεί;
Έχασε τον παράδεισο εντός του αναζητώντας έναν Άγγελο ή μιαν Αγία μορφή για να μπορέσει να ανασάνει.
Πιο αμαρτωλός από τους αμαρτωλούς, πιο έρημος από τις ερήμους.
«Τα Δώρα της Ερήμου» που ξέθαψε η αμαρτία του, προσεύχεται τώρα να κατανοήσει…
6 σχόλια:
Με τα δάκρυα όλα γίνονται πιο διάφανα
Σχίζουν το πέπλο της ομίχλης
κι βλέπεις καθάρια όσα μέχρι τα πριν αγνοούσες
Τον Άγιο μα και τον Αμαρτωλό που κρύβεις μέσα σου
Και δεν ξέρεις για ποιόν απ΄τους δυό να προσευχηθείς και συγχώρεση να ζητήσεις...
Καλή σου νύχτα
Ήχε μου..
Μια σελίδα πάντα θα λείπει..
Ή έτσι θα νιώθουμε..
Τις μορφές μέσα μας να τις κρατάμε..
Γιατί πως αλλιώς;
Οι άνθρωποι που δεν έχουν ταλέντο να αποτυπώνουν πως θα ζούσαν..
Καλή σου μέρα..
Καθαρίζει η ψυχή Anima μου…
Η δική τουλάχιστον το παθαίνει…
Ας προσευχηθούμε αληθινά και για τους δύο.
Καθοδήγηση χρειάζονται…
Να ξημερώνεις όμορφα.
Κάποιος μας ληστεύει Σαγήνη μου…
Ή μήπως οι ίδιοι μας κλέβουμε;
Εικόνισμα που παλιώνει οι μορφές, ανάγκη μας κατά βάθος να τις φυλάξουμε…
Να ξημερώνεις όμορφα.
Μια καλημέρα και μια καληνύχτα…
Πόσο εύκολα περνούν οι στιγμές τις ψυχής μας
νυχτώνουν ξημερώνονται
μ’ ένα όνειρο στην πίσω τσέπη του μπλού τζίν…
Καληνύχτα Ήχε μου
Και μην αφήνεις αυτές ειδικά τις στιγμές να περνούν...
Δημοσίευση σχολίου