Είναι παράξενο όταν βρέχει τα καλοκαίρια.
Νοτίζουν οι εικόνες που έκλεισαν εντός τους τα μάτια, τα πέλματα καθώς αγγίζουν το πάτωμα, τα όνειρα, τα λόγια…
Μόνο τα φιλιά έτσι καθώς περισσότερο υγραίνονται νοστιμεύουν, τις αισθήσεις κυκλώνουν, και τις παρασέρνουν οι σταγόνες στον όμορφο τους χορό.
Έχω μια εικόνα για εσένα φυλάξει.
Λίγα κρινολούλουδα, βαρκάκι μικρό, μια λίμνη παραδομένη στην απλότητα, την γαλήνη και την μαγεία του απογευματινού ήλιου.
Έχεις ντυθεί το λευκό σου φόρεμα, κατεβαίνοντας για τον μόλο βαστάς στο χέρι τα παπούτσια.
Δε σε γνοιάζει που βαδίζεις ξυπόλυτη, αντίθετα το διασκεδάζεις.
Χαμογελάς.
Στέκουμαι συγκρατώντας μετά βίας, κοιτάζοντας σε, το κουπί, έχοντας το άλλο αφήσει δευτερόλεπτα πριν στο ξύλινο σκαρί.
Ζωγραφίζω στον μέσα μου καμβά κάθε σου κίνηση, κάθε φιγούρα χορευτική του φορέματος, κάθε σου λέξη.
Ζωγραφίζονται και οι λέξεις κάποτε…
Σε πιάνω από το χέρι.
Περνάς προσεκτικά μέσα στην βάρκα.
Κάθεσαι.
Με τα κρινολούλουδα στα χέρια και πίσω σου ν’ απλώνεται η λίμνη, μοιάζεις μορφή αναγεννησιακή.
Καθώς ανοιγόμαστε στο νερό σου μιλώ για το φεγγάρι, πριν ακόμα εκείνο βγει, με στίχους της στιγμής που ένας ένας θα χαθούν στον απαλό κυματισμό.
Απλώνω το χέρι, το δικό σου εσύ.
Αγγιζόμαστε κάπου μεταξύ τροπόσφαιρας και στρατόσφαιρας, μεταξύ Βόρειου και Νότιου τροπικού κύκλου…
Μιλούν τα βλέμματα.
Λένε άλλα από εκείνα που λένε τα χείλη.
«Σ’ αγαπώ» ψιθυρίζουν.
Φωνάζουν «Σ’ αγαπώ, και θα μπορούσα τον ήλιο να σβήσω στα πόδια σου.
Κι ο ήλιος, πήρε να κρύβει σιγά σιγά το πρόσωπο του στα νερά που βούτηξες λίγο πριν να δροσίσεις τα πόδια σου.
από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου