Ομολογώ πως πάντοτε μου άφηναν μια γεύση παράξενη τα καλοκαίρια.
Προσέμενα τον ερχομό τους για να συναντήσω ανθρώπους αγαπημένους από την άκρη του κόσμου, από μια τέτοια άκρη ήρθα κάποτε κι εγώ και δεν ξαναγύρισα.
Έμπαιναν με το ομορφότερο τους πρόσωπο.
Θυμούμαι παίρναμε το ΚΤΕΛ με την μητέρα και με ταξίδι μιας ώρας και κάτι φθάναμε στην παραλία, Επανομή – Αγία Τριάδα – Νέοι Επιβάτες οι τότε προορισμοί.
Κόσμος στο λεωφορείο, στριμωξίδι κι άγιος ο Θεός.
Ήταν και κάποιες βάρκες δεμένες στο ξύλινο μόλο που ανεβαίναμε για βουτιές για να καταλήξουν σε φωνές από τον καϊκτσή.
Όλα τούτα όμως ήταν απλά η αρχή του καλοκαιριού.
Λίγο μετά δάκρυα γέμιζαν τα μάτια από το κλείσιμο του σχολείου.
Φανατικός του διαβάσματος δεν υπήρξα ποτέ, μήτε και του σχολείου.
Θυμούμαι πως όταν μου ανακοίνωσαν στο σαλόνι του σπιτιού μας με μεγάλη χαρά πως από τον Σεπτέμβριο θα βρίσκομαι στο Δημοτικό έβαλα τα κλάματα όχι βέβαια από ευτυχία, είχα μόλις τελειώσει το Νηπιαγωγείο και ήταν μια χρονιά με πειράγματα, μουτζούρες πάνω στο μπλόκ ζωγραφικής, και πολλές φορές κλωτσιές από κάποιους που έμελε να γίνουν οι αιώνιοι αντίπαλοι.
Κάπου εκεί, στο μέσον εκείνης της πρώτης χρονιάς, κάτι έγινε και το λάτρεψα το σχολείο, δε θυμούμαι να πω τι ακριβώς, θυμούμαι όμως πως από τότε και με το που λάβαινε χώρα η τελευταία πράξη αποχαιρετισμού, μπουγέλο στις βρύσες και τις τουαλέτες του σχολείου, ένα δάκρυ μπλέκουνταν με τα νερά που κυλούσαν από τα μαλλιά.
Είναι μια αγάπη που για πρώτη φορά ίσως ομολογώ.
Ένας δύσκολος αποχαιρετισμός ήταν εκείνος της Τετάρτης δημοτικού.
Ήταν το καλοκαίρι της αλλαγής, όχι στην πολιτική ζωή της χώρας μα της ζωής μου.
Μια μετακόμιση σηματοδοτεί μια νέα αρχή.
Σπίτι στην άλλη άκρη της πόλης, η ηλικία μικρή, αποτέλεσμα ένα.
Αλλαγή παιχνιδιών, παρέας, σχολείου, συμπεριφοράς.
Θα επαναληφθεί μερικά καλοκαίρια αργότερα το ίδιο ακριβώς σκηνικό.
Εκεί όμως, λίγα χρόνια αργότερα θα είχα τον δυσκολότερο αποχαιρετισμό.
Ήταν η τελευταία ημέρα του Γυμνασίου, θεατρική και μουσική παράσταση στο θέατρο του Δημαρχείου.
Καθόμουν με την Γεωργία και την Ιωάννα.
Κάποια στιγμή η Γεωργία ενώ χαιρετούσε την καθηγήτρια των Γαλλικών σωριάστηκε στο πάτωμα.
Ανακοπή είπαν οι γιατροί και τότε προσθέθηκε άλλη μια λέξη στο λεξιλόγιο μου.
Πέρασαν κι άλλο τα χρόνια, τέλειωσε και το λύκειο.
Παράξενο εκείνο το συναίσθημα, δεν έχω καταφέρει ακόμα να το περιγράψω, η χαρά του καλοκαιριού, το τέλος της σχολικής ζωής, η επαγγελματική για κάποιους, η φοιτητική για κάποιους άλλους σταδιοδρομία και η αναμονή για τη στρατιωτική θητεία.
Παρέα με όλους αυτούς τους αποχαιρετισμούς ήταν και οι άλλοι, εκείνοι με τους αγαπημένους ανθρώπους από του κόσμου τις άκρες.
Στην Ελλάδα κλείνουν νωρίς τα σχολεία, τούτο είχε ως αποτέλεσμα να βρισκόμαστε με τον αδελφό μου πρώτοι απ’ όλους στο χωριό με εξαίρεση εκείνους που έμεναν μόνιμα εκεί.
Κατέφθαναν έπειτα τα ξαδέρφια από την Αμερική, οι συγχωριανοί από τον Καναδά, κ’ ύστερα τα ξαδέρφια από την Γερμανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, οι φίλοι από την Γαλλία.
Χώρες και γλώσσες μαζεμένες σ’ ένα χωριό, μ’ ένα παιγνίδι, με μια φωνή.
Βόλεϊ στην εξώπορτα του σχολείου και μακριά γαϊδούρα, ποδόσφαιρο στ’ αλώνια κι άλλα πόσα.
Το πρώτο κομβόι ξεκινούσε δύο το πολύ τρεις ημέρες μετά τον Δεκαπενταύγουστο για την Κεντρική Ευρώπη.
Γερμανία, μέσω της παλιάς Γιουγκοσλαβίας κ’ ίσως επειδή έπαψε να υπάρχει το παλιά και μαζί με εκείνο και η Γιουγκοσλαβία, χάραξε άλλη διαδρομή ο διαβήτης στον χάρτη, ταξίδι ως την Πάτρα πλοίο για Ιταλία κι από εκεί άνετο ταξίδι στην autobahn μέχρι επάνω.
Στάσεις επόμενες από δρόμους διαφορετικούς ήταν η Γαλλία, το Βέλγιο κ’ η Ολλανδία.
Τελευταίοι έφευγαν οι πολλοί μακρινοί, οι της Αμερικής.
Αλεξανδρούπολη - Αθήνα με πτήση συνήθως απογευματινή κι από εκεί με άλλη για το σπίτι, νύχτα εκεί μέρα εδώ 10 ώρες διαφορά, δύσκολη προσαρμογή.
Όλοι αυτοί οι αποχαιρετισμοί συνοδεύονταν από πολλά δάκρια και το παράπονο των μικρών παιδιών.
Το δικό μας δηλαδή που επιθυμία μας μεγάλη ήταν να ήμαστε όλο τον καιρό μαζί.
Περνώντας τα χρόνια καταλάβαμε πως δε γίνεται διαφορετικά.
Τώρα πονούν αλλιώτικα οι αποχαιρετισμοί, υπάρχει εκείνος ο «φόβος» της επόμενης συνάντησης.
Του πότε θα είναι αυτή, υπό ποιες προϋποθέσεις, από πόσους και για πόσο.
Άλλος με τη δουλειά, άλλος με την οικογένεια δεν συμπίπτουν κάποτε τα βήματα άλλοτε οι ημερομηνίες.
Τελευταίος αποχαιρετισμός είναι ο φετινός.
Πρώτος έφυγε ο αδελφός προχθές για εκείνα τα μέρη, σε λίγες ημέρες θα ακολουθήσει η υπόλοιπη οικογένεια.
Μετάθεση έγραφε το χαρτί που έφθασε.
Μεταθέτεις την έδρα της εργασίας και μαζί τη ζωή, τα όνειρα σου, τις ελπίδες.
Σε λίγες ημέρες ένα φορτηγό θα σταθεί έξω από το σπίτι, το συνεργείο θα κατεβάσει τα χαρτοκιβώτια, τα έπιπλα, τις αναμνήσεις, θα τα στοιβάξει επάνω στο φορτηγό κι εκείνο θα ξεκινήσει για το ταξίδι των 400 και βάλε χιλιομέτρων.
Καθώς θα ξεμακραίνει το οικογενειακό αυτοκίνητο το χαμόγελο του μικρού Άγγελου θα ξεχωρίζει σαν ήλιος μικρός από το πίσω τζάμι.
Στον τόπο μου, όταν κάποιος κινεί για ταξίδι ρίχνουν ένα ποτήρι με νερό πίσω του.
Δε ρώτησα ποτέ, υποθέτω πως είναι για να μη διψάσει, για να ΄χει καλό δρόμο και να βρει γρήγορα πάλι εκείνον της επιστροφής.
Λοιπόν αδελφέ…