Παιδί μου!
Πήρες το τρένο να ταξιδέψεις,
σ’ έβγαλε στην αγκαλιά Του,
παιγνίδια βρήκες που δεν είχες,
ξεχάσθηκες παίζοντας.
Μοίρασες τις αποστάσεις
πότε στον Παράδεισο μένεις τα βράδια
πότε στην επιθυμία μου.
Έκοψα ένα κυκλάμινο να σου χαρίσω
κυκλάμινο ήσουν
άνθισες κι έτσι ανθισμένο σε βρήκε ο Βοριάς
δυνατός
και σ’ έκοψε.
Ανεβαίνω κοντά Του κάθε που ξημερώνει
Του φιλώ τα χέρια, Του φιλώ τα πόδια
μα μένεις εκεί κι ούτε που θέλεις να μ’ αγκαλιάσεις.
Χάνομαι στο σκοτάδι της απουσίας σου κατεβαίνοντας
γέρνω στο χώμα κλαίγοντας την άδική σου μοίρα
μα τίποτε δεν αλλάζει
κι αν είχα μια ελπίδα
πνίγηκε απ’ τα δάκρυα των ματιών μου.
Σωρεύονται μέσα μου οι φωνές των ανθρώπων
σε καλούμε πίσω.
Δεν ακούς, όλο και περισσότερο σιωπείς, και κρύβεσαι
τ’ αλώνια τ’ ουρανού μονάχα γεύονται το τρέξιμό σου.
Σπαράζω στη απουσία σου!
Άγγελέ μου!
Τι σου ‘ταξε ο θάνατος να σε κερδίσει;
Για ποια ακρογιάλια σου μίλησε κι άπλωσες το χέρι να σε πάρει;
Άλλο δεν έχω ν’ αγαπήσω
κι άλλο δεν βρίσκω προσκεφάλι να γύρω απ’ το δικό σου
που το ‘κλεισε η πέτρα.
Δε θα μάθεις ποτέ πόσο ψηλά πετούν τα πουλιά
μήτε θα δεις τη θάλασσα να γκρεμίζει τους χωμάτινους πύργους σου
μήτε θ’ ανθίσει το χαμόγελό σου στα χείλη
μήτε το δικό μου χαμόγελο θ’ αντικρίσεις
τη φωνή μου δε θ’ ακούσεις
δε θα κρυφθείς ποτέ πια στην αγκαλιά μου…
Σπαράζω στην απουσία σου!